Σ υ ν ο π τ ι κ ή Α
ν α δ ρ ο μ ή
σ τ η ν Ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ Ε
ξ ω μ β ο ύ ρ γ ο υ
![]() |
1.
Το Ξώμπουργο στην αρχαιότητα
Κατά την αρχαιότητα φαίνεται να
κτίσθηκαν στην Τήνο τέσσερις μεγάλοι οχυρωματικοί οικισμοί, εκ των οποίων οι
δύο χτίστηκαν στην περιοχή Βρυόκαστρο και οι άλλοι στο Εξώμβουργο. Η οχύρωση
στο Ξώμπουργο κτίζεται κατά τον 12ο αι. π.Χ. ή λίγο μετά. Τον 6ο
αι. π.Χ. κτίζεται ένα μεγάλο τείχος που καλύπτει όλη τη νότια και δυτική πλευρά
του Ξώμπουργου και στα Κλασικά χρόνια οχυρώνεται ο νέος οικισμός στη θέση
Πόλες.
2.
Ο παλαιότερος οχυρωμένος οικισμός στο
Ξώμπουργο
Στην κατηγορία
των οικισμών που δημιουργούνται κατά τους σκοτεινούς αιώνες κάτω από τον φόβο των θαλάσσιων
επιδρομών ανήκει και η παλαιότερη τειχισμένη εγκατάσταση στο Ξώμπουργο.
Πρόκειται για την πιο προνομιούχα θέση στο νότιο τμήμα του νησιού, είναι
ιδιαίτερα κατάλληλη για κατοίκηση σε εποχές κινδύνων και θαλάσσιων επιδρομών.
Άλλωστε για τον ίδιο λόγο επελέγη ο λόφος για έδρα των Ενετών κατά τα
Μεσαιωνικά χρόνια. Το κυκλώπειο τείχος του Ξώμπουργου κτίζεται περί το τέλος
της εποχής του Χαλκού, όταν προφανώς η μέχρι αυτή την περίοδο ισχυρή και
οχυρωμένη εγκατάσταση στο Βρυόκαστρο που
ελέγχει τον θαλάσσιο δρόμο προς τις κεντρικές Κυκλάδες και την Κρήτη παύει να
είναι λειτουργική.
Η ίδρυση
νεκροταφείων ακριβώς έξω από τις πύλες των οχυρώσεων είναι σύνηθες φαινόμενο
κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους και ένα άλλο χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της
πρακτικής στις Κυκλάδες είναι στη Μινώα της Αμοργού. Οι λάκκοι με τις πυρές έξω
από το κυκλώπειο τείχος στο Ξώμπουργο λειτουργούν στη θέση αυτή από τον 10ο
αι. π.Χ. έως τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Το Ξώμπουργο αποτελεί μια
σημαντική θέση της Τήνου κατά την Γεωμετρική περίοδο αν και δεν είναι η μόνη.
Η σημερινή ονομασία
του γρανιτένιου λόφου, όπου βρισκόταν κάποτε η μεσαιωνική πρωτεύουσα της Τήνου
είναι «Εξώμπουργο». Σήμερα την ονομασία αυτή την οφείλει στο ερειπωμένο χωριό
«Ξώμπουργο» που γεννήθηκε από τους άστεγους κατοίκους της πόλης του κάστρου,
όταν αυτή κατεδαφίστηκε στα 1715 από τους Τούρκους, μόλις αυτοί κυρίεψαν το
νησί από τους Βενετούς. Η ονομασία «Εξώμπουργο» δεν φαίνεται ελληνική, αφού
πρόκειται για ελληνοποιημένη απόδοση της Ιταλικής λέξης «soborgo» (=προάστιο) που
συναντιέται πολλές φορές στα έγγραφα της Βενετικής και μεταβενετικής περιόδου.
Οι αρχαιολογικές
ανασκαφές μαρτυρούν κατοίκιση της περιοχής στην προϊστορική περίοδο, με εμφανή
σημεία των τειχών, κατοικιών και νεκροταφείου. Συνεχίστηκε, πιθανόν με
διαλείμματα, η κατοίκιση της περιοχής, που συμπληρώθηκε με ναούς και με το
θεσμοφόριο της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην αρχαϊκή περίοδο. Δεν γνωρίζουμε
τους ακριβείς λόγους που εγκαταλείφθηκαν οι παραπάνω οικισμοί. Πιθανή υπόθεση
είναι η ίδρυση μιας νέας, της Πόλεως, κατά την κλασική περίοδο. Η ασφάλεια στη
ναυσιπλοΐα και στη διακίνηση εμπορευμάτων και ταξιδιωτών, οδήγησε τους
κατοίκους να προτιμήσουν την εγκατάστασή τους στα παράλια του νησιού.
Κατά την αρχή του
Μεσαίωνα, με την κάθοδο των βαρβάρων, οι Τηνιακοί εγκατέλειψαν τα παράλια και
κατέφυγαν στα εσώτερα του νησιού για να προστατευθούν από τους νέους
επιδρομείς. Έτσι χρειάστηκε να επανιδρύσουν νέους οικισμούς και νέα πρωτεύουσα,
στο εσωτερικό του νησιού. Οδηγήθηκαν γύρω από το γρανιτένιο ογκόλιθο του
Ξώμπουργου και θεμελίωσαν την πρωτεύουσα. Βρισκόμαστε στην πιο σκοτεινή περίοδο
της ιστορίας του νησιού, αφού είναι η εποχή που άφησε πίσω της τα πλέον λιγοστά
ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες.
Η πρώτη υπόθεση
που πρέπει να κάνουμε είναι πως η πρωτεύουσα της Βυζαντινής περιόδου
οικοδομήθηκε εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό της Ξινάρας. Αυτή στηρίζεται
στο γεγονός ότι ο καθεδρικός ναός της επισκοπής της Τήνου ήταν οικοδομημένος
εκεί. Η πρώτη αυτή μεσαιωνική πρωτεύουσα ερήμωσε περί το 1207 μετά την κατάληψη
του νησιού από τους Βενετούς αδερφούς Γκίζηδες και παρέμειναν στην τοποθεσία
εκείνη της Ξινάρας μόνο ο καθεδρικός
ναός και το οίκημα της Επισκοπής.
Κατά την δεύτερη
υπόθεση, η μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού οικοδομήθηκε μιας εξαρχής στην
κορυφή και στις δύο πλαγιές του λόφου που σήμερα ονομάζουμε Εξώμπουργο και εκεί
αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Μια από τις ενδείξεις είναι η ίδια η
ονομασία του κάστρου, «Κάστρο της Αγίας Ελένης» με το οποίο έμεινε στην
ιστορία.
Κατά τις πειρατικές
επιδρομές των Αράβων, των Σαρακηνών και των Δυτικών επιδρομέων, οι Τηνιακοί
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις
παράλιες πόλεις και χωριά και να αναζητήσουν καταφύγιο στα ενδότερα του
νησιού. Δεν γνωρίζουμε αν σε όλες τις επιδρομές η Τήνος λεηλατήθηκε από τους
επιδρομείς και τους κουρσάρους.
Η κατάκτηση του
νησιού από την οικογένεια των Γκίζηδων σημάδεψαν και την αρχή για μεγάλα
οχυρωματικά έργα στο Ξώμπουργο, που θα εξασφάλιζαν την προστασία όλου του νησιού.
Τα έγγραφα της περιόδου 1207 – 1390, δηλαδή την περίοδο που κυβέρνησαν το νησί
οι Γκίζηδες, αναφέρονται στην Τήνο,
μιλούν για το «castrum de Tine», ως το οχυρωμένο
φρούριο που είναι πλέον κατάλληλο να προστατέψει τους ενοίκους του.
Το κάστρο της Τήνου,
τόσο ως διοικητικό κέντρο του νησιού όσο
και ως οχυρωματικό έργο, γνώρισε την μεγάλη του
ανάπτυξη στα χρόνια της άμεσης Βενετικής Διακυβέρνησης. Πεθαίνοντας το
1390 ο τελευταίος από την δυναστεία των Γκίζηδων, άφησε τις κτήσεις του στην
Βενετική Δημοκρατία. Αλλά και οι ίδιοι οι Τηνιακοί έστειλαν στον Βενετό Βάϊλο του Νεγροπόντε
(Χαλκίδα), μια αντιπροσωπία ώστε να μην πέσουν σαν εύκολη λεία στα χέρια των
Τούρκων. Το 1430 η Βενετία έστειλε ένα δικό της διοικητή, με τον τίτλο του
«Ρέκτορα Τήνου και Μυκόνου» για να διοικεί αυτά
τα δύο νησιά.
Ας περάσουμε τώρα
στην περιγραφή του φρουρίου και της πόλης του νησιού. Η παρακάτω περιγραφή
ανήκει στην περίοδο του 16ου – 17ου αιώνα που ήταν η
περίοδος ακμής του νησιού και της πόλης. Στα 1537 ο Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσας
κυρίεψε την Τήνο, μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες, για λογαριασμό του σουλτάνου.
Η Τουρκική κατοχή του νησιού δε διήρκεσε πολύ. Λίγο καιρό αργότερα οι Τηνιακοί
επαναστάτησαν ζητώντας να επανέλθει και πάλι η
Γαληνότατη στη μοναδική της πλέον, κτήση στις Κυκλάδες όπως και έγινε. Η
κεντρική κυβέρνηση της Βενετίας αποφάσισε να οχυρώσει καλύτερα το κάστρο της
Τήνου, σχεδόν ξαναχτίζοντας το φρούριο που την προστάτευε. Τα νέα έργα έγιναν
στα μέσα του 16ου αιώνα.
Το κάστρο
της Τήνου βρισκόταν στη βορειοανατολική – νοτιοανατολική πλευρά του βουνού. Το
υπόλοιπο μέρος του ογκόλιθου ήταν «οχυρωμένο» από τη φύση, για το λόγο αυτό
χρειαζόταν τεχνική οχύρωση μόνο η πλευρά που ήταν χτισμένη η πόλη. Στο Borgo - οικισμός έξω από
το τείχος - υπήρχαν ενενήντα οκτώ κτίρια (σπίτια και μαγαζιά) και δύο
εκκλησίες. Οι κάτοικοι του ήταν οι περισσότεροι γεωργοί και καλλιεργούσαν τα
χωράφια της περιοχής. Η μόνη τους προστασία ήταν τα τείχη του Κάστρου. Επίσης
το Borgo αποτελούσε και τη δημόσια αγορά όλου του νησιού.
Το τείχος είχε περιφέρεια 600 περίπου μέτρων, με τα
σχετικά απαραίτητα οχυρώματα:
1.
Ν.Α. έναν
υψηλό πύργο
2.
Α. το λεγόμενο «μισοφέγγαρο»
3.
Α.-Β.Α.
στο μέσον το κεντρικό οχύρωμα
4.
Β.Α. έναν
υψηλό τετράγωνο πύργο που ονομαζόταν «La punta» και
5.
Β.Δ. με
τη δευτερεύουσα πύλη «το παραπόρτι» από όπου εισέρχονταν στο Κάστρο οι κάτοικοι
των χωριών και τα ζώα που έφερναν μαζί τους οι πολιορκημένοι για να έχουν την
απαραίτητη τροφή και για να τα γλιτώσουν από την αρπαγή των επιδρομέων.
Η ζωή μέσα στο Κάστρο και έξω από αυτό δεν ήταν εύκολη.
Μικρά σπίτια, στενά δρομάκια χωρίς πλατείες και δρόμους. Κάθε σπίτι μπορούσε να
φιλοξενήσει δύο άτομα. Ο αριθμός των κατοίκων δεν ήταν πάντα σταθερός, άλλοτε
ξεπερνούσε τις 2000 κι άλλοτε δεν ήταν ούτε 1000.
Αρχές του 17ου αιώνα μας αναφέρουν πως από
τους 774 κατοίκους μόνο οι 200 ήταν άνδρες που μπορούσαν να προσφέρουν
στρατιωτικές υπηρεσίες, σε περίπτωση κινδύνου. Οι υπόλοιποι ήταν γυναίκες,
γέροι,
![]() |
παιδιά, άρρωστοι κ.λπ.. Οι Βενετοί είχαν μεγάλη
εμπιστοσύνη στην αυτοθυσία των γυναικών της Τήνου από τις οποίες, όπως
αναφέρεται, «μπορεί να περιμένει κάποιος κάθε γενναιόδωρη και ευγενική πράξη».
Υπήρχαν 5 εκκλησίες, δεξαμενές νερού, το διοικητήριο,
εκατό χειροκίνητοι μύλοι έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης για
την επεξεργασία σιτηρών. Οι πέντε εκκλησίες της πόλης ήταν ο καθεδρικός ναός
αφιερωμένος στην Παναγία την Santa Maria, η Αγία Παρασκευή (έδρα του Ορθόδοξου Πρωτοπαπά του
νησιού), η Αγία Τριάδα (έδρα μιας ομώνυμης αδελφότητας), η Αγία Σοφία (ιδιωτική
εκκλησία της μεγάλης οικογένειας φεουδαρχών Σκούταρη, την οποία δώρισαν στα
1697 στους πατέρες Ιησουΐτες) και η Πανιγρά (πιθανόν Πανάχραντος).
Το Κάστρο της Αγίας Ελένης υψωνόταν τέσσερις πύργοι: του
φούρνου, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Μάρκου και της Αγίας Ελένης. Οι πύργοι
πρέπει να είχαν οικοδομηθεί αρχικά στην εποχή των Γκίζηδων αλλά συμπληρώθηκαν
αργότερα από τους Βενετούς όταν μετέτρεψαν το κάστρο των Γκίζηδων σε φρούριο,
έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.Μέσα στο φρούριο αυτό
κατοικούσαν ο φρούραρχος, οι στρατιώτες – μισθοφόροι που κάθε πέντε χρόνια
έρχονταν από την Ιταλία και μερικοί άλλοι στρατιωτικοί υπάλληλοι. Υπήρχαν τρεις
αποθήκες οπλισμού και πυρομαχικών και μια δεξαμενή νερού.
Ο φρούραρχος ήταν έμμισθος ντόπιος, τον εξέλεγε κάθε
χρόνο η κοινότητα του νησιού και είχε στην διάθεσή του 36 ντόπιους στρατιώτες
που εκτελούσαν την αποστολή της φρουράς του κάστρου της Αγίας Ελένης. Ο
φρούραρχος δεν είχε δικαίωμα να βγει από το νησί κι ούτε από την πόλη και από
τον Απρίλη μέχρι τον Νοέμβρη έπρεπε να μένει μέσα στο φρούριο. Αυτή συνήθως
ήταν η περίοδος που ο τουρκικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και κατέβαινε
στο Αιγαίο. Την ίδια αυτή περίοδο διαρκούσαν και οι φρουρές (βίγλες) σε διάφορα
σημεία του νησιού, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα.
Για την άμυνα του νησιού ήταν επιφορτισμένοι όλοι οι
άνδρες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα από 18 μέχρι 34 ετών (1500-2000 περίπου
άτομα, η πολιτοφυλακή), 120 περίπου Ιταλοί στρατιώτες που μισθωνόταν από τη
Βενετία και 60 περίπου Αλβανοί που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Πανόρμου
και φρόντιζαν για την άμυνα αυτής της περιοχής που ήταν απομακρυσμένη από το
Κάστρο της Τήνου.
Η κατάσταση του τείχους από το χρόνο και τις πολιορκίες
ήταν συχνά θλιβερή. Την γενική φροντίδα του τείχους είχε ο ίδιος ο ρέκτορας του
νησιού και η τεχνική ομάδα από ντόπιους μαστόρους αναλάμβανε τις τρέχουσες
επιδιορθώσεις.
Το κάστρο της Τήνου μπόρεσε και άντεξε σε μεγάλο αριθμό επιδρομών:
από Σαρακηνούς, Τούρκους και Πειρατές από τη Δύση. Αλώθηκε δύο φορές: πρώτα από
τον Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα (1537) και έπειτα τον Ιούνιο του 1742 όταν πια η
Βενετία είχε αρχίσει να ζει την παρακμή της. Το Κάστρο άντεξε κι αυτήν την
τελευταία πολιορκία αλλά ο ρέκτορας του νησιού κι ο έκτακτος προβλεπτής που βρισκόταν
στο νησί φοβήθηκαν κι αφού έφθασαν με τον εισβολέα σε μια συμφωνία συνθήκη
παρέδωσαν το Κάστρο στον εχθρό. Τόση ήταν η μανία αυτών των τελευταίων που
ανατίναξαν το φρούριο της Αγίας Ελένης, τη πόλη κι όλα τα κτίριά της και το
τείχος. Έτσι μετά από 508 ολόκληρα χρόνια έκλεισε άδοξα η βενετική παρουσία
στην Τήνο.
Οι κάτοικοι του Κάστρου βρέθηκαν άστεγοι. Μερικοί από
αυτούς είχαν συγγενείς ή και δικά τους σπίτια σε χωριά. Άλλοι έφυγαν από την
Τήνο ή ξεκίνησαν μια νέα ζωή σε κάποιο άλλο χωριό.
Το Borgo ήταν
προσωρινό καταφύγιο για μερικούς, όμως ήταν καταδικασμένο από τις νέες
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφωνόταν στη νέα πραγματικότητα. Η
παλιά αρχοντική τάξη έμπαινε στο περιθώριο και έσβηνε. Παρ’ όλες τις
προσπάθειες για να κρατήσουν ζωντανό αυτόν τον οικισμό ήταν καταδικασμένος να
σβήσει.
Στη νέα πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα του Αγίου
Νικολάου, αναπτύχθηκε το εμπόριο, σε μικρό χρονικό διάστημα κι έτσι αναδείχθηκε
ως ένα από τα κυριότερα εμπορικά λιμάνια του Αιγαίου.
Το παλαιό
ηρωικό Κάστρο είχε περάσει στην ιστορία. Το Borgo
ονομάστηκε από τους κατοίκους «Ξώμπουργο» κι έτσι παρέμεινε από τότε μέχρι
σήμερα.
![]() |
Θα πίστευε κανείς πως οι ιστορικοί αυτοί δρόμοι, οι
πολύβουοι σε άλλες εποχές έχουν πλέον ερημώσει και κανείς πια δεν θυμάται ή
επισκέπτεται τα αιωνόβια ερείπια που κείτονται πια αφημένα στο έλεος του χρόνου
και των στοιχείων της φύσης. Και όμως η πίστη είναι αυτή που συνεχίζει την
ιστορία, αφού πλην των εξερευνητικών τουριστών που εντυπωσιάζονται από το γρανιτένιο
βουνό, πολλοί πιστοί οδεύουν προς το ιστορικό κάστρο και νέα κτίρια
ανακυκλώνουν την ζωή.
Στο σημερινό Ξώμπουργο αντιστέκονται στη φθορά με την
φροντίδα των πιστών, τρία κτίρια: οι δύο ορθόδοξες εκκλησίες του Αγίου Μηνά και
της Αγίας Ελεούσας και το συγκρότημα του προσκυνήματος της Ιεράς Καρδίας του
Ιησού.
Το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Μηνά, κτισμένο το 1828 είναι
κτισμένο κάτω από τα ερείπια του «μισοφέγγαρου» του βενετσιάνικου τοίχους. Η
Αγία Ελεούσα, χτισμένη επίσης το 1828, ανήκει στον Ιωάννη Μαριτζέλο, όμως δεν
υπάρχουν άλλες ιστορικές μαρτυρίες για την ανέγερσή της. Είναι πολύ πιθανόν να
πρόκειται για κάποια από τις εκκλησίες του Borgo που
καταγράφουν οι περιηγητές ή κάποια από εκείνες που δεν κατονομάζονται.
Το προσκύνημα της Ιεράς Καρδίας του Ιησού έχει την
προϊστορία του, καθώς οι πατέρες Ιησουΐτες εγκαταστάθηκαν στην Τήνο στα τέλη
του 17ου αιώνα. Οι Ιησουΐτες απέκτησαν στην Τήνο ένα σπίτι το οποίο
μετέτρεψαν σε μοναστήρι και μια εκκλησία της Αγίας Σοφίας μέσα στην πόλη του
Κάστρου. Όταν το κάστρο έπεσε στους Τούρκους κατεδαφίστηκαν όλα τα κτίρια και
τελικά στα 1837-8 οι Ιησουΐτες άφησαν τη διαμονή τους στο Ξώμπουργο και
κατέβηκαν στο ιδιόκτητο κτήμα τους στα Λουτρά, όπου έκτισαν το νέο τους
μοναστήρι και την εκκλησία τους αφιερωμένα στον Άγιο Ιωσήφ. Δεν ξέχασαν όμως
την εκκλησία τους στο Ξώμπουργο αλλά την ανακαίνισαν (στο όνομα της Αγίας
Σοφίας του Θεού όπως ήταν ο τίτλος της πρώτης τους εκκλησίας στο Κάστρο) το
1895. Ύστερα από πρόταση του επισκόπου της Τήνου Φραγκίσκου di Mento, οι
πατέρες ανέλαβαν να φροντίσουν της ανέγερση ενός πελώριου μαρμάρινου σταυρού
στην Κορυφή ακριβώς του βράχου εκεί που άλλοτε δέσποζε το εκκλησάκι της Αγίας
Ελένης, ως μνημείο προς τον Χριστό Λυτρωτή και εγκαινιάστηκε από τον Επίσκοπο
στις 4 Νοεμβρίου του 1900. Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας μετονομάστηκε σε
«προσκύνημα της Ιεράς Καρδίας του Ιησού» και το μεγάλο πανηγύρι του
προσκυνήματος τελείται κάθε δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου.
τ έ λ ο ς
v
π. Φώσκολου Μάρκου «Το κάστρο της Τήνου ανά τους αιώνες»,
Τήνος εώα και εσπερία, πρακτικά συνεδρίων
εταιρείας τηνιακών μελετών-2, Αθήνα 1999, σελ 115-130.
v
Νότας Κούρου «Το παλαιότερο τείχος του Ξώμπουργου στα
πλαίσια των κυκλαδικών οχυρώσεων», Τήνος. Τα κάτω μέρη, πρακτικά συνεδρίων
εταιρείας τηνιακών μελετών-3, Αθήνα 2001, σελ 25-41.
v
Νότας Κούρου «Τα αρχαία τείχη του Ξώμπουργου. Πορίσματα
της πρόσφατης έρευνας 1995-96), Τήνος εώα
και εσπερία, πρακτικά συνεδρίων εταιρείας τηνιακών μελετών-2, Αθήνα 1999,
σελ 93-114.
v
Χάρη Μ. Κουτελάκη «Τήνος. Αρχαία και Χριστιανική»,
Π.Ι.Ι.Ε.Τ., Α.Τ.Ε.Α., 2001.