Ιστορία και Ζωή

των οικισμών Στενής και Φαλατάδου Τήνου

 

 

1.                  ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΕΝΗΣ

            Το χωριό της Στενής βρίσκεται στα δυτικά κράσπεδα του Τσικνιά. Η ακριβής χρονολογία οπότε κτίστηκε το χωριό δεν είναι γνωστή. Ίσως κατά τους βυζαντινούς χρόνους ή και ακόμη πιο μπροστά. Κατά το Στράβωνα  φυλή Γυραιείς διέμενε στους πρόποδες του βουνού Γύρος, Τσικνιάς.

Στα νότια κράσπεδα του Τσικνιά αναφέρεται ότι έχουν βρεθεί θραύσματα από πήλινα αγγεία προχριστιανικών περιόδων. Τέτοια σημάδια ξέρουμε ότι κατά καιρούς βρέθηκαν στην γεωργική περιοχή Γαλανά, που πράγματι τοποθετείται στα νότια κράσπεδα του Τσικνιά, καθώς και στην περιοχή του Αγίου Ελευθερίου στον Αϊ Σίδερο. Σύμφωνα με στοιχεία όμως, αποκλείεται η εκδοχή η Στενή να είναι χώρος του προχριστιανικού οικισμού. Πιθανότατα η Στενή προϋπήρχε του 1200. Σε γραπτά κείμενα, σαν οργανωμένη κοινωνία τη συναντούμε το 1390 και στη συνέχεια το 1616 σε έκθεση αξιωματούχου της Βενετικής Δημοκρατίας. Από το 1667, βάσει των εκκλησιαστικών αρχείων των καθολικών ενοριών, έχουμε πλήρη και ζωντανή εικόνα της πορείας μέσα στο χρόνο. Το χωριό της Στενής πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνένωσης με τους συνοικισμούς Σποράδο και Καμάρι με την οικιστική επέκτασή τους. Ο Σποράδος κτίστηκε κατά την εποχή των Γκύζηδων 1207-1390 και το Καμάρι από στοιχεία, φαίνεται να υπήρχε κατά το έτος 1450, με καθέδρα την Φανερωμένη. Η ηλικία του Καμαριού πρέπει να ήταν ταυτόχρονη με της Στενής.

Η ονομασία του χωριού της Στενής  δεν φαίνεται να έχει κάποια σχέση με ιστορικούς λόγους, ούτε μπορεί να είναι κατάληξη μιας μακροχρόνιας παραφθοράς. Η πιο λογική εξήγηση, είναι ενδεχομένως η

 
 

οικοδομική ιδιομορφία και διάταξη του χωριού. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού βρίσκονται εκατέρωθεν της κεντρικής οδικής αρτηρίας του χωριού που κάποτε θα πρέπει να ήταν κοίτη χειμάρρου λόγω της εδαφικής ιδιομορφίας. Επειδή λοιπόν το μεγαλύτερο μέρος του χωριού είναι οικιστικό συγκρότημα με μεγάλο μήκος και αναλογικά μικρό πλάτος, από αυτό το μακρόστενο σχήμα, πιθανόν να ονομάστηκε Στενή.

Η Στενή σαν κόμβος της περιοχής τόσο στις εποχές της Βενετοκρατίας όσο και της τουρκικής κυριαρχίας και στη συνέχει μετά την απελευθέρωση με τη σύσταση των δήμων, οπότε ήταν η έδρα του Δήμου Σωσθενίου, δικαιολογημένα είχε ξεχωριστή θέση.

 

 

top

 


2.                  ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΦΑΛΑΤΑΔΟΥ

Ο Φαλατάδος ήταν σε όλες τις εποχές από τα πιο μεγάλα χωριά της Τήνου. Το πότε κτίστηκε δεν μας είναι επακριβώς γνωστό. Οπωσδήποτε το χωριό υπήρχε το 1400 χωρίς να αποκλείεται να έχει κτιστεί μερικούς αιώνες ακόμη πιο μπροστά.

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν δύο πιο πιθανές εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει πως κάποτε λειτουργούσε στο χωριό χρωματουργείο για τη βαφή υφασμάτων από μετάξι. Το ύφασμα με πορφυρό χρώμα είχε την ονομασία «βλάτιον» και πιθανολογείται ότι από αυτήν την δραστηριότητα και από παραφθορά της λέξης αυτής, προήλθε το όνομα Φαλατάδος.

Στο πέρασμα του χρόνου ο Φαλατάδος διαδραμάτισε ρόλο πρωταγωνιστικό στην εν γένει εξέλιξη σε κάθε εκδήλωση της ζωής, τόσο επί κυριαρχίας των Βενετών και στο διάστημα της Τουρκοκρατίας, όσο και επί Δήμου Σωσθενίου, μέχρι συστάσεως των κοινοτήτων.

Ας σημειωθεί ότι ο Φαλατάδος σε όλες τις εποχές είχε να παρουσιάσει ξεχωριστές προσωπικότητες, με δραστηριότητες στα γράμματα, τις τέχνες, επιστήμονες και πολιτικούς καθώς και φημιζόταν και για τις όμορφες κοπέλες του όπως φανερώνει η ρίμα της εποχής «Στη Μέση είναι οι όμορφες και στη Στενή οι άσπρες και μες στο Φαλατάδο μας γαριφαλιές με γλάστρες» (Άγγ. Φλωράκη, Τήνος. Λαϊκός Πολιτισμός, σελ.10).

Ένα όμως σπουδαίο γεγονός, που σημάδεψε όχι μόνο τον Φαλατάδο αλλά και ολόκληρο το νησί και είχε απήχηση σε όλον τον θρησκευτικό κόσμο, ήταν η Εύρεση της Αγίας Εικόνας της Παναγίας στις 30-01-1823. Η τύχη το έφερε ώστε από την εθελοντική εργασία όλων των ορθόδοξων χωριών της Τήνου, να είναι Φαλαταδιανός ο εργάτης του οποίου η αξίνη επαλήθευσε το όραμα της μοναχής Πελαγίας της Τηνίας. Ο Φαλαταδιανός αυτός εργάτης ήταν, από γραπτές μαρτυρίες, ο Δημήτριος Βλάσης (Πασσάς) και κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Μάτσας (Σπανός).

 

 

 

 

 top

 

 


3.                  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Στην αρχαιότητα ο Τσικνιάς είχε την ονομασία Γυραί Πέτραι ή Γύρος και η φυλή που κατοικούσε στα Νότια κράσπεδα του Τσικνιά ήταν οι Γυραιείς μία από τις δώδεκα (12) φυλές της Τήνου.

Αρχαιότητες και αρχαιολογικοί χώροι, καθώς και ευρήματα δεν υπάρχουν, εκτός από θεμέλια κτισμάτων της θεάς Δήμητρας και Περσεφόνης. Επίσης βρέθηκαν αγγεία γεωμετρικής αρχαϊκής και κλασσικής εποχής, που βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Τήνου.

Στην περιοχή που βρίσκεται μέσα στα διοικητικά όρια Στενής πιθανολογείται η ύπαρξη αρχαίου οικισμού χωρίς όμως επιβεβαίωση από ανασκαφές. Κατά την διάνοιξη του αγροτικού δόμου Στενής – Τσικνιά βρέθηκε λίθινη κατασκευή. Παρόμοιες λίθινες κατασκευές βρέθηκαν σε προϊστορικούς οικισμούς της Κρήτης, γύρω στο 1600 π.Χ. για έκθλιψη ελαίων, καθώς και σε οικισμούς του 3ου  και 4ου π.Χ. αιώνα.

Μια μαρμάρινη πλάκα με εγχάρακτη την εγγραφή, Πτολεμαείς ( μια από τις 12 φυλές της Τήνου) βρέθηκε έξω από το Καθολικό Ξωκλήσι Αγ. Μιχαήλ στον Τσικνιά. Στη Στενή έξω από ισόγειο σπίτι υπήρχε επιτύμβια αετωματική στήλη με ανάγλυφη παράσταση και γραφή, η οποία παραδόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Τήνου. Τέλος έχουμε λαξευμένα στοιχεία σε μετώπες σπιτιών της περιοχής.

top

 

4.                  Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1207

Το 1207 οι Βενετοί Ευπατρίδες Ιερεμίας και Ανδρέας Γκύζης, συγγενείς του Δόγη της Βενετίας, έγιναν κυρίαρχοι της Τήνου. Μετά το θάνατό τους η Τήνος κληροδοτήθηκε διαδοχικά στους απογόνους τους, μέχρι του τελευταίου Γεωργίου Γκύζη, που πέθανε άκληρος το 1390. Έκτοτε η Τήνος περιήλθε υπό την άμεση κυριαρχία της Βενετικής Κυβέρνησης, που διόριζε ευπατρίδη Βενετό. Τον διοικητή πλαισίωναν στρατιωτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι. Υποδεέστερες αρχές μετά την κεντρική διοίκηση, ήταν οι 24 κοινότητες της Τήνου, που για την περιοχή μας ήταν οι οικισμοί Καρυά, Κέχρος, Κουμάρος, Μέση, Μουσουλού (Μυρσίνη), Στενή, Φαλατάδος και Φιλιππάδος, με έδρα τα επί μέρους χωριά και ασκούσαν τη διοίκηση 1-2 πρωτόγεροι, ανάλογα με τον πληθυσμό του χωριού.  Στην κοινότητα υπήρχε και γραμματικός που τον έλεγαν Νοτάριο.

Μετά την κυριαρχία των Τούρκων στα νησιά του Αιγαίου το 1715, οι τοπικοί άρχοντες ασκούσαν τη διοίκηση βάσει προνομίων που παραχωρούσε ο ίδιος ο Σουλτάνος, τους αχτναμέδες. Φτάνοντας στην εποχή της Επανάστασης και μετά, αφού ο Υψηλάντης συνέταξε προκήρυξη συγκροτήσεως εθνικού συστήματος διοίκησης, τη δημογεροντία, με αριθμό εκλεγομένων δημογερόντων ανάλογα  με τον αριθμό των οικογενειών κάθε χωριού, από γραπτά στοιχεία μαθαίνουμε ότι  ο Φαλατάδος είχε 3 δημογέροντες, η Μέση 2 και το Καμάρι της Στενής 1.

Γύρω στο 1833, με τον Νόμο περί συστάσεως των δήμων της 27-12-1833, που δημοσιεύτηκε στην εκδιδόμενη στο Ναύπλιο εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 3/10-1-1834, συνεστήθη ο Δήμος Σωσθενίου, με έδρα τη Στενή, που αποτελούνταν από τα χωριά Στενή, Καρυά, Κέχρο, Μέση, Μουσουλού (Μυρσίνη), Ποταμιά, Τζάδο, Βωλάξ, Κουμάρο και Φαλατάδο. Παραλείπονται τα μέχρι τότε χωριά της περιοχής Μαστρομαρκάδος, Μικράδος και Φιλιππάδος, που, προφανώς, είχαν ερημώσει και είχαν μείνει ακατοίκητα. Η προέλευση της ονομασίας του Δήμου Σωσθενίου είναι ένα θέμα που έχει γίνει αφορμή για προβληματισμό και μελέτη.

Διάφορες εκδοχές έχουν προταθεί για να εξηγήσουν τον όρο. Ο στρατιωτικός Σωσθένης ήταν Μακεδόνας στρατηγός και αγωνίστηκε το 280 π.Χ. εναντίον των Κελτών. Άλλος Σωσθένης ήταν Άγιος, συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου που διετέλεσε και Επίσκοπος Κολοφώνος. Ακόμη ένας Σωσθένης υπήρξε μάρτυρας που μαρτύρησε στην Χαλκηδόνα το 307 μ.Χ.

Η επικρατέστερη εξήγηση ανάγεται στην εποχή των Αργοναυτών, οι οποίοι όταν σώθηκαν στα Στενά του Βοσπόρου από κάποια επίθεση μιας φυλής, σε απότιση τιμής έστησαν στην αριστερή όχθη, ιερό αφιερωμένο στο Δία. Στους Βυζαντινούς χρόνους ένας Μεγαρέας στρατιωτικός, ο Λεωσθένης, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το Ναό, από τον οποίο και δόθηκε στην περιοχή η ονομασία Λεωσθένιο, που από παραφθορά κατέληξε σε Σωσθένιο. Η θέση του Ναού αυτού γεωγραφικά τοποθετείται σήμερα στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ του όρμου Μπαλίκ Λιμάν και ακρωτηρίου Κιόμπαση,  μεταξύ, δηλαδή, Νεοχωρίου και Βαφεοχωρίου με την Ελληνική ονομασία τους. Λογικά συνάγεται ότι αυτή πρέπει να είναι η επικρατέστερη εξήγηση της ονοματοδοσίας αφού και οι πρώτοι δημοτικοί άρχοντες Τιβέριος, Βιτάλης και Πετρίδης ήταν παλιννοστούντες από την Κωνσταντινούπολη και οπωσδήποτε συνδεδεμένοι με ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με την περιοχή.

Μετά το 1900 με το νόμο Δ.Ν.Ζ. 1912 περί συστάσεως των Δήμων και Κοινοτήτων καταργήθηκαν οι Δήμοι και μαζί και ο Δήμος Σωσθενίου και δημιουργήθηκαν η Κοινότητα της Στενής με έδρα τη Στενή που την αποτελούσαν τα χωριά Καρυά, μαζί με τον Λεβαντάδο, τον Κουμιάδο, τον Κέχρο, την Μέση, την Μουσουλού (Μυρσίνη), την Ποταμιά και τον Τζάδο και η Κοινότητα Φαλατάδου με έδρα το Φαλατάδο και επιμέρους χωριά το Βωλάξ και τον Κουμάρο.

Τα διοικητικά όρια, δηλαδή τα ακραία διαχωριστικά σημεία που προσδιορίζουν τα όρια του τότε Δήμου Σωσθενίου με τους άλλους όμορους Δήμους Τήνου και Περαίας. Από στοιχεία της εποχής, που στάθηκε δυνατό να περισωθούν, χωρίς βεβαίως να είναι ολοκληρωμένα αναφέρονται τα παρακάτω οριοθετικά τοπωνύμια Σκλερ, Παπάργυρας (Τσικνιά), Άγιος Δημήτριος, Λαγκάδι, Μαρούλη, Κεχροβούνι, Ξώμπουργο και στη συνέχεια με άγνωστα στοιχεία και τοπωνύμια φτάνουμε στην περιοχή Κακή Σκάλα όπου και κατέληγαν τα όρια του τότε Δήμου.

Από την 1η Ιανουαρίου του 1999, σύμφωνα με τον Νόμο Καποδίστρια 2539/1997, η ευρύτερη περιοχή της Στενής μετονομάστηκε σε Δημοτικό Διαμέρισμα Στενής (περιλαμβάνει τους επιμέρους ενεργούς οικισμούς Στενή, Μέση, Μυρσίνη, Ποταμιά, Κέχρος, Τζάδος) και η ευρύτερη περιοχή του Φαλατάδου σε Δημοτικό Διαμέρισμα Φαλατάδου (περιλαμβάνει τους επιμέρους ενεργούς οικισμούς Κουμάρος, Βωλάξ και Φαλατάδος). Υπάγονται στον Δήμο Εξωμβούργου Τήνου μαζί με ακόμη 7 Δημοτικά Διαμερίσματα της ενδοχώρας του νησιού.

top

 

5.                  ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ

            Η φτώχια και η μιζέρια ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Με την διαφορά ότι τότε η ζωή δεν προκαλούσε. Η απόσταση μεταξύ απόρων και ευπόρων δεν ήταν τόσο κραυγαλέα. Περισσότερο η ποσότητα και λιγότερο η ποιότητα έδιναν το μέτρο της διαφοράς.

            Τα ήδη διατροφής προέρχονταν από ίδια παραγωγή : ψωμί από κριθάρι και σίκαλη, πατάτες όσπρια, λάδι , κρασί, ρακί, γάλα, βούτυρο, τυρί, μυτζήθρα, πετιμέζι, μέλι, σταφίδες, παξιμάδια σπιτικά, μπόλικα σταφύλια, σύκα ξερά και νωπά. Το κάθε σπιτικό με το χοιρινό του, συμπλήρωνε τη σοδειά της χρονιάς.

            Στα μπακάλικα εκείνα τα χρόνια έβρισκες ζυμαρικά, ρύζι, καφέ ωμό, τσάι χύμα, μπαχαρικά, λευκό αλεύρι, ρέγγες, σαρδέλες, τσίρους, σκουμπριά, λακέρδες, φτηνά μαγειρικά λύπη, σαπούνι, σκούπες, στάμνες, φουφούδες, σουγιάδες, σπάγγους, χάντρες και χοχλάκια, τσακμάκια και τσακμακόπετρες, ίσκα, χαλβά, ταραμά, καστανιές, σπίρτα και τσιγάρα σε κούτες των εκατό σε χύμα διάθεση. Βερεσές και τεφτέρι ήταν η κατάληξη του «πάρε-δώσε». Τις πιο πολλές φορές τα ψώνια γίνονταν με το αντίτιμο ανταλλαγής 8 έως 10 αβγών. Λίγες ήταν οι φαμίλιες που δεν χρεώνονταν στο μπακάλη και στο τσαγκάρη μέσα στο χρόνο.

            Άλλη εικόνα του σκηνικού ήταν οι πλανόδιοι ψαράδες, οι γυρολόγοι έμποροι, οι ψιλικατζήδες και ένας φιλήσυχος τύπος που γύριζε τα χωριά και πουλούσε πήλινα είδη.

            Μόνη διέξοδος οικονομική ήταν η νοικοκυρά να πάει υπηρέτρια, στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη δηλαδή δούλα στα ξένα, ή αν ήταν μωρομάνα σαν τροφός (παραμάνα) οπότε το μηνιάτικο ήταν διπλάσιο.

            Ηρωική η μορφή της γυναίκας εκείνης της εποχής, ένας ρόλος με ατελείωτες ευθύνες και υποχρεώσεις. Με πρώτο παράδειγμα την παρασκευή του «άρτου του επιούσιου» που περιελάμβανε το άλεσμα, το κοσκίνισμα, το προζύμι, το κουβάλημα των ψωμιών στο σπίτι, το ψήσιμο των ψωμιών (αργότερα) στο δικό της φούρνο ή στης γειτονιάς. Καθημερινές ασχολίες της νοικοκυράς της εποχής ήταν το κουβάλημα νερού με την στάμνα, το πλύσιμο των ρούχων στα λαγκάδια ή στα κοινόχρηστα πλυντήρια με το λιγοστό νερό (με μόνη εξαίρεση τις νοικοκυρές του Φαλατάδου οι οποίες είχαν άφθονο νερό όλο τον χρόνο) και η παραδοσιακή διαδικασία για να γίνουν τα ρούχα κάτασπρα και μυρωδάτα. Επίσης είχε το πλύσιμο του μαλλιού των προβάτων, το γνέψιμο με το αδράχτι, το πλέξιμο, το μπάλωμα, το φτιάξιμο των τσουραπιών και των φανέλων, το μαγείρεμα στα ξύλα και, πολλές φορές, το μάζεμα των ξύλων και την εκτροφή του χοίρου πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Επίσης υπήρχαν γυναίκες ράφτρες (φραγκοραφτούδες) αποκλειστικά για ανδρικά ρούχα. Η σπουδαιότερη όμως αποστολή της γυναίκας εκείνης της εποχής ήταν το κουράγιο και η δύναμη να γεννήσει και να αναθρέψει 5 και 10 παιδιά. Είναι αδύνατον να φανταστούν οι σημερινές γυναίκες μέσα στον σημερινό ευδαιμονισμό, τον εξελιγμένο τρόπο διαβίωσης με όλα τα σύγχρονα μέσα, τις συνθήκες της τότε ζωής για την γυναίκα.

            Η ύδρευση του σπιτικού ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα με δεδομένο ότι λίγα ήταν τα χωριά που είχαν επάρκεια πόσιμου νερού, και η θέρμανση των σπιτιών ήταν περίπου ανύπαρκτη. Περιορίζονταν σε ένα μαγκάλι με κάρβουνα.

             Τέλος ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι στέγες των σπιτιών (τα δώματα), φτιαγμένα από χώμα αργιλώδες που δημιουργούσε πολλά προβλήματα το  χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια και έτσι οι άνθρωποι έπρεπε συνεχώς να το διατηρούν συμπαγές (με τον κύλινδρο) για να εξασφαλίσουν

μια «στεγνή» διαβίωση.

 

top

6.                  ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ

 

Μέτρα και σταθμά. Τον 16ο και 17ο αιώνα σαν μέτρο όγκου ήταν ο Νάπος στην συνέχεια είχαν τα κιλά όχι όμως με την σημερινή τους έννοια. Άλλο μέτρο βάρους ήταν το καντάρι, η οκά και τέλος το κιλό. Μέτρα για τα υγρά ήταν η μπόσα, η οκά, το λίτρο και το κιλό. Για το μήκος υπήρχαν οι οργιές, το πάσο, ο τήρος και τέλος οι ζευγαριές.

 

Μεσιακά – Μισιώτικα. Τα μισιώτικα ζώα ήταν ένας καθιερωμένος θεσμός που διατηρήθηκε μέχρι το 1950 περίπου. Ήταν μοναδική διέξοδος προκειμένου να αποκτήσει κάθε μικροκληρούχος αγελάδα ή αιγοπρόβατα.

 

Παραγιοί. Μέχρι το 1940 σε ολόκληρο το νησί δεδομένο ήταν οι μεγαλοκτηματίες να προσλαμβάνουν ένα παλικάρι με προφορική συμφωνία για ένα έως δύο χρόνια για βοηθό στις γεωργικές του εργασίες.

Αλωνισμός. Ο αλωνισμός μέχρι πριν είκοσι έως τριάντα χρόνια ήταν μια καθιερωμένη παραδοσιακή διαδικασία με έντονο το γραφικό και βουκολικό  στοιχείο. Δύο αγελάδες και ένα γαϊδούρι ήταν το κλασσικό «τρίο» του αλωνισμού.

 

Χάνια.           «Χάνια» λέγαμε μεγάλους χώρους σταβλισμού με σκεπή που εξυπηρετούσαν 60 έως 80 γαϊδορομούλαρα. Ήταν τα γκαράζ της εποχής. Αυτά χρειάζονταν στους χωριανούς που κατέβαιναν στη χωρά για τις δουλείες τους και άφηναν στα χάνια τα υποζύγια τους, όσο διάστημα κρατούσε η παραμονή τους στην χώρα.

Ρακεζιά. Μια παραδοσιακή δραστηριότητα που αντέχει ακόμα στο χρόνο. Διαδικασία βρασμού και υγροποίησης των υπολειμμάτων μετά το πάτημα των σταφυλιών, όπου παράγεται η τσικουδιά ή τσίπουρο το λεγόμενο ρακί (από το ινδικό Οράκ). Μια μεγάλη εστία για την φωτιά, ένα μεγάλο καζάνι μπακιρένιο και ένα πομπέ καπάκι του καζανιού με σωστή εφαρμογή αποτελούν το λεγόμενο άμβυκα.

Μέχρι πριν 15 έως 20 χρόνια οι νόμοι «περί αμβύκων» ήταν πολλοί αυστηροί με βαριές ποινές για τους παραβάτες. Οι άδειες λειτουργίας διαρκούσαν από ένα δίμηνο Σεπτέμβριο Οκτώβριο, έναντι αξιόλογου χρηματικού ποσού. Εδώ και αρκετά χρόνια οι αυστηροί νόμοι βασικά τροποποιήθηκαν.

Περιστεριώνες. Οι περιστερώνες της Τήνου συναγωνίζονται σχεδόν σε αριθμό τα ξωκλήσια του νησιού. Η ιστορίας τους αρχίζει με τον ερχομό των Βενετών το 1204. Η ανέγερση και η ιδιοκτησία τους ήταν προνόμιο μόνο των Βενετών, σαν σύμβολο υπεροχής και αριστοκρατικής καταγωγής του ιδιοκτήτη τους.

            Μετά την κυριαρχία των Τούρκων 1715 η κατασκευή τους ήταν ελεύθερη και μπορούσε ο καθένας να έχει δικό του περιστερώνα. Σαν έργα λαϊκής αρχιτεκτονικής έχουν την δική τους μοναδικότητα. Πάνω στο νησί υπάρχουν περί τους 1000 περιστερώνες. Στην ιστορούμενη περιοχή υπάρχουν περί τους 110 περιστερώνες.

 

Αναβαθμίδες. Πέτρινα προστατευτικά αντιστηρίγματα από αιώνες που συγκρατούν τα λίγα χώματα από τις βροχές τη διάβρωση και άλλα καιρικά φαινόμενα ώστε να μην παρασύρονται στη θάλασσα. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα «κυκλώπεια» έργα η Τήνος θα ήταν ένας άνυδρος και φαλακρός βράχος. Από το Υπουργείο Γεωργίας μαθαίνουμε ότι οι Ίνκας πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια καθώς και οι Ιθαγενείς των Φιλιππίνων πριν δυο χιλιάδες χρόνια κατασκεύαζαν αναβαθμίδες.

 

Παραδοσιακές μάντρες στον Τσικνιά. Εκείνα τα χρόνια τα κατσίκια ήταν ήμερα από την καθημερινή επαφή με τον ιδιοκτήτη τους. Σκορπισμένα στις πλαγιές του Τσικνιά μετά το χαρακτηριστικό κάλεσμα του ιδιοκτήτή τους τρέχανε να απολαύσουν το σύκο και την πρασινάδα. Το κοπάδι έφτανε μέχρι και 250 κεφάλια.

 

Ντοπιολαλιές.        Για όλο το νησί και τοπικά βέβαια υπάρχει μια καθιερωμένη ντοπιολαλιά. Αξίζει όμως να σημειωθεί  ότι η συγχρώτιση του ανθρώπου με τα ζώα καθιερώνει μια λεκτική συμπεριφορά κλήσεων και προτροπών ώστε άνθρωπος και ζώο να έχουν έναν δικό τους «κώδικα» επικοινωνίας αναμεταξύ τους.

 

Ώρες συμπαράστασης.  Η ανθρώπινη συμπαράσταση των συγχωριανών του κάθε παθόντα είναι έντονη στην περιοχή. Πράξεις θεάρεστες που μαρτυρούν ότι η χαρά και η λύπη μοιραζόταν μεταξύ των ανθρώπων στις μικρές κοινωνίες των χωριών μας.

top

 

7.                  ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΣΤΕΝΗΣ

 Η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών, η οικονομική δυσχέρεια της εποχής που έκανε αναγκαία την μεταποίηση πρώτων υλών με τα μέσα της εποχής οδήγησαν στην γένει εμπορική δραστηριότητα και την δημιουργία επιχειρήσεων της εποχής. Μεταξύ αυτών ήταν τα μπακάλικα, τα καφενεία, τα τσαγκαράδικα, τα κρεοπωλεία, τα κουρεία, οι φούρνοι. Πολλά από τα καφενεία της εποχής παράλληλα λειτουργούσαν ως ταβέρνα, κρεοπωλείο αλλά και τηλεφωνείο για όλη την κοινότητα. Συνήθως τα καφενεία λειτουργούσαν μόνο τις βραδινές ώρες, με εξαίρεση τις Κυριακές και γιορτές, άσχετα εάν συλλειτουργούσαν με άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Από το χωριό δεν έλειψαν και οι χαλκωματάδες, γανωτζήδες, όπως τους έλεγαν. Τέχνη πρώτης ανάγκης εκείνες τις εποχές που όλα τα μαγειρικά σκεύη ήταν μπακιρένια. Για την εξυπηρέτηση του γεωργικού κόσμου της περιοχής η Στενή είχε και σιδηρουργείο, το γύφτικο, όπως το λέγανε τότε. Το 1980 πρωτολειτούργησε και ταπητουργείο το οποίο απασχολούσε περί τα 30 κορίτσια τόσο από την περιοχή της Στενής όσο και του Φαλατάδου.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε η ξενιτιά, με σκοπό την εργασία στην Αθήνα ή την Κωνσταντινούπολη ήταν συχνή διέξοδος, δημιουργήθηκε η ανάγκη της συνεχούς και συχνής επαφής της γενέτειρας με τον τόπο εργασίας των ξενιτεμένων. Αυτήν την επαφή και εξυπηρέτηση ανέλαβαν οι ιδιωτικοί τότε ταχυδρόμοι. Οι ταχυδρόμοι διακινούσαν αμανάτια (δέματα), γράμματα, επιπλοσυσκευές παλιννοστούντων κ.λπ. Πλοία της εποχής ήταν τα «Πρόδρομος», «Μυκάλη», «Βασιλιάς Αλέξανδρος», «Θεμιστοκλής» κ.α.

top

 

8.                  ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΦΑΛΑΤΑΔΟΥ

Ο Φαλατάδος, λόγω πληθυσμού και θέσεως, ήταν έδρα πολλών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, με τσαγκαριά και ταμπάκικα (βυρσοδεψία) κυρίως. Η τέχνη του ταμπάκη ήταν παράδοση για το Φαλατάδο και κάποτε εφοδίαζε με πετσιά και βακέτες ολόκληρο το νησί. Το ταμπάκικο απασχολούσε περίπου πέντε με έξι άτομα και είχαν και έναν φύλακα. Τα τσαγκαράδικα του χωριού ήταν τα χρόνια εκείνα οι πιο δυναμικές βιομηχανίες του νησιού. Το τέλος για το επάγγελμα ήρθε μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωση.

Από ένα μεγάλο χωριό, όμως, δεν ήταν δυνατό να λείψουν τα μπακάλικα, τα ραφτάδικα, οι φούρνοι, τα ξυλουργεία, τα καφενεία. Κάποια από τα καφενεία, που ήταν πολλά στο χωριό λόγω του μεγέθους του, ήταν εφοδιασμένα με ναργιλέ, άλλα λειτουργούσαν και ως κέντρα διασκεδάσεως και άλλα επεκτάθηκαν με την δημιουργία ξενώνων για την εξυπηρέτηση ντόπιων και τουριστών.

Ο Φαλατάδος είχε και την μοναδικότητα απ’ όλα τα χωριά να διατηρεί μονοπώλιο τσιγάρων. Το χωριό ήταν ακουστό για τους ταλαντούχους οπλουργούς του αλλά και διατηρούσε πολλά φαναρτζίδικα, που ήταν  επάγγελμα πρώτης ανάγκης (λαδοφάναρα για το νυχτοπερπάτημα, μπρίκια για ροφήματα, καβουρντιστήρια του καφέ, μπαρκάσες-καρίκια για το άρμεγμα, μουσουλούκια για το πλύσιμο του προσώπου στο νεροχύτη). Το επάγγελμα ασκούνταν βασικά στο μαγαζί αλλά και σαν πλανόδιοι στα γύρω χωριά, σε ολοήμερη βάση.

Στο χωριό υπήρχαν και ξυλουργοί αλλά μέχρι και πριν τον πόλεμο του 1940, ήταν τέτοιες οι συνθήκες ζωής, οπότε η μεγαλύτερη απασχόληση των ξυλουργών πραγματοποιούνταν στα σπίτια για επισκευές παρά στα μαγαζιά για καινούριες κατασκευές. Το χωριό έβγαλε πολλούς και φημισμένους ξυλουργούς και κυρίως επιπλοποιούς, με λαμπρή σταδιοδρομία αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και στην συνέχεια στην Αθήνα και στην πόλη της Τήνου.

top

 

9.                  ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

            Για την εκπαίδευση στο νησί και στην περιοχή ειδικότερα για την προ της κυριαρχίας εποχή, περίπου, τίποτα δεν ξέρουμε. Είναι γνωστό, όμως στη συνέχεια επί Τουρκοκρατίας, βάση προνομίων που είχε παραχωρήσει για την Τήνο ο ίδιος ο Σουλτάνος, υπήρχε κάποιου βαθμού και μορφής εκπαίδευση.

            Από το 1 835 άρχισε η εκπαίδευση να λειτουργεί πιο συστηματικά και σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Κατά πρώτον στην περιοχή λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο, στο χωριό Μέση, του σχολείου αυτού (όπως και των άλλων του νησιού) τις εν γένει δαπάνες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αντιμετώπιζε το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας. Προφανώς προτιμήθηκε η Μέση, σαν κεντρικό σημείο, για την εξυπηρέτηση των επιμέρους οικισμών Στενής και Φαλατάδου.

Σχολείο Στενής. Το 1845 έγινε η σύσταση των δημοτικών σχολείων Στενής και Φαλατάδου που στεγάστηκαν σε ιδιωτικούς χώρους. Της Στενής λειτούργησε ενιαίο συγκρότημα δυο οικιών.

Τα έξοδα μισθοδοσίας των δασκάλων και τα έξοδα λειτουργίας επιβάρυναν τους Δήμους και αργότερα μέρος της δαπάνης ανέλαβε το Δημόσιο καθώς και το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας.

Το 1904 περατώθηκε το Σχολείο της Στενής και ξεκίνησε με 86 μαθητές. Στα τελευταία προπολεμικά χρόνια λειτουργούσε σαν διτάξιο και μεταπολεμικά σε τριτάξιο μέχρι το 1950. Στην ιστορία του σχολείου τους περισσότερους μαθητές τους είχε κατά το σχολικό έτος 1934 – 1935 με 184 μαθητές και τους λιγότερους το 1983 – 1984 με 33 μαθητές.

 

Σχολείο Φαλατάδου. Το σχολείο του Φαλατάδου συστήθηκε το 1845 και θα πρέπει να στεγάστηκε σε ιδιωτικούς χώρους μέχρι το 1900, όπου και λειτούργησε στο μεταξύ στην ανεγερθείσα αίθουσα.

Από το σχολικό έτος 1946 – 1972 το σχολείο ήταν διτάξιο. Από το αρχείο του σχολείου προκύπτει ότι από το 1916 και για μερικά χρόνια στο σχολείο φοιτούσαν και τα παιδιά των απομακρυσμένων οικισμών Βώλακα και Κουμάρου και στη συνέχεια μετακινήθηκαν στο πλησιέστερο Δημοτικό Σχολείο Σκαλάδου που ιδρύθηκε το 1887. Το σχολείο τους περισσότερους μαθητές τους είχε στο σχολικό έτος 1916 – 1917 συνολικά 110 και τους λιγότερους το 1983 – 1984 13 μαθητές.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

top

10.              ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΕΝΗΣ ΚΑΙ ΦΑΛΑΤΑΔΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

H γνώση που αντλούμε από τους ιστορικούς σχετικά με την συμμετοχή και την προσφορά της περιοχής στους αγώνες για την πατρίδα στο πέρασμα του χρόνου, ξεκινά από την μάχη των Πλαταιών κατά του Μαρδονίου στην οποία έλαβαν μέρος και Τήνιοι πολεμιστές από όλο το νησί, χωρίς να είναι δυνατός ο διαχωρισμός της συμμετοχής του κάθε οικισμού στους κοινούς αγώνες. Ακόμη, λογικά βέβαιη είναι η συνολική συμμετοχή των Τηνίων το 480 π.Χ., όταν ο Τήνιος Παναίτιος του Σωσιμένους, Τριάρχης αναγκαστικά του Περσικού στόλου, αυτομόλησε και γνωστοποίησε στους Έλληνες την κύκλωσή τους στα Στενά της Σαλαμίνας, με τα γνωστά επακόλουθα.

Αρκετούς αιώνες μετά, το 1536, όταν ο Χαϊρεδίν Πασσά (Μπαρμπαρόσσας)  επιτέθηκε στο νησί προκειμένου να κυριεύσει το Κάστρο της Τήνου, το Ξώμπουργο, οι κυρίαρχοι τότε του νησιού Βενετοί, κάλεσαν όλα τα χωριά της Τήνου, μεταξύ των οποίων ήταν και η Στενή και ο Φαλατάδος, σε βοήθεια και συμπαράσταση, η οποία και εδόθη, οπότε υποχώρησε ο Χαϊρεδίν Πασσάς και έφυγε από το νησί.

Στην επανάσταση του γένους, το 1821, στην μάχη της Καρύστου, πήρε μέρος και ο Φαλαταδιανός Γεώργιος Αλαβάνος. Δύο χρόνια αργότερα, το 1823, αναφέρεται από στοιχεία του Α.Κ.Ε. ότι στον έρανο που έγινε στις καθολικές ενορίες του νησιού, παράλληλα με αυτόν που διεξαγόταν σε όλο το νησί, για την ενίσχυση του αγώνα, συγκεντρώθηκε ποσόν από 33.738 γρόσια από τα οποία τα 9.273 ήταν συνεισφορά των καθολικών χωριών της περιοχής και από αυτά, τα 1.913 αναλογούσαν στην περιοχή της Στενής. Περισσότεροι από 3.000 ήταν οι Τηνιακοί που αγωνίστηκαν για την Πατρίδα σε μάχες και ναυμαχίες με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Κάποιοι από αυτούς έχουν εντοπιστεί ιστορικά, κάποιοι άλλοι όχι.

Περί τους 80 νεκρούς και περίπου 20 τραυματίες στα πεδία των μαχών (ακόμη και της μακρινής Κορέας) ήταν η προσφορά της  Στενής  στους Αγώνες της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας μετά το 1912. Στον αγώνα κατά του κατακτητή πολλοί ήταν εκείνοι που έδωσαν στον αγώνα τη ζωή τους, υπέστησαν μεγάλες θυσίες, διέτρεξαν κινδύνους χωρίς μέτρο και υπολογισμό, μεταξύ αυτών εκτελεσθέντες από τα στρατεύματα κατοχής, αντιστασιακοί, φονευθέντες, τραυματίες κ.α.

Κατά την διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου, η Στενή ήταν έδρα του Σταθμού Χωροφυλακής μέχρι της καταργήσεως του, με συνέπεια και η Κομανταρία του στρατού κατοχής, από 4-5 στρατιώτες, να έχει έδρα τη Στενή. Το φυλάκιο, το οποίο στεγαζόταν στο σπίτι των Καλλέργηδων, αριστερά του Αγίου Αντωνίου και μετέπειτα στο σπίτι της Στάθαινας (Τιβερίων) στον Αϊ-Στάθη, έμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 οπότε συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί.

Τον χειμώνα του 1941 και ολόκληρο το 1942, η πείνα στην πιο τραγική της μορφή, θέριζε αυτούς που είχαν μικρό γεωργικό κλήρο, δηλαδή την πλειοψηφία του πληθυσμού. Μαρτυρίες επιζώντων αναφέρουν πεινασμένους ανθρώπους να γυρίζουν τα χωριά και να εκλιπαρούν για μια οκά κριθαρένιο αλεύρι, με αντάλλαγμα τη βέρα ή τα σκουλαρίκια της γυναίκας τους καθώς και νεαρούς ανθρώπους, χλωμούς από την ασιτία να ζητιανεύουν υποβοηθούμενοι από ραβδί, μη μπορώντας να πάρουν τα πόδια τους. Απόδειξη της θλιβερής πραγματικότητας που επικρατούσε είναι βέβαια τα στοιχεία που προκύπτουν από το Ληξιαρχείο Στενής και αφορούν θανάτους του έτους 1942, οπότε και πέθαναν συνολικά 21 άτομα, πολλά από αυτά από ασιτία.

Η περιοχή πήρε μέρος και στην Αντίσταση, επάνω στο νησί, στην Αθήνα, στα βουνά με το αντάρτικο, με ανάλογη προσφορά στη Μέση Ανατολή. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Μαρία Σταμ. Καλλέργη, 23 χρονών τότε, από το Καμάρι, η οποία με την βοήθεια συγχωριανών της μεταφέρθηκε στον Πάνορμο Τήνου κι από εκεί στις 20 Ιουνίου 1941 έφτασε στις ακτές της Τουρκίας. Μετά από πολλές περιπέτειες και εχθρική μεταχείριση από τους γείτονές μας, έφτασε στην Συρία όπου μαζί με άλλους, τους ανέλαβαν οι σύμμαχοι. Στην συνέχεια υπηρέτησε ως νοσοκόμος στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Μέσης Ανατολής και τον Απρίλιο του 1946 επέστρεψε στην ελεύθερη πατρίδα.

top

 

11.              ΜΝΗΜΕΙΑ ΠΕΣΟΝΤΩΝ

Μνημεία αφιερωμένα στην ευκλεή μνήμη αυτών που έπεσαν για την απελευθέρωση έχουν στηθεί τόσο στην Στενή, όσο και στον Φαλατάδο. Στην βορινή πλευρά του δημοτικού σχολείου Στενής, επί του κεντρικού δρόμου του χωριού, εντοπίζεται πλάκα, κατασκευασμένη το 1934, με χαραγμένα τα στοιχεία των Πεσόντων της κοινότητας Στενής για τους πολέμους 1912-1922. Επίσης, στον αυλόγυρο της ενοριακής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου της Στενής, βρίσκεται Ηρώο αφιερωμένο στη μνήμη των πεσόντων υπέρ πατρίδος στους πολέμους 1912, 1922, 1940 και στον Εμφύλιο, το οποίο είναι κατασκευασμένο το  1952 με 1953, με φροντίδα του εφημέριου Δον Αντωνίου Αρμακόλα. Δημιουργός αυτού του Ηρώου ήταν ο γλύπτης Ιωάννης Φιλιππότης από τον Πύργο.

Φιλοτεχνημένο από τον ίδιο γλύπτη είναι και το Ηρώο της Κοινότητας Φαλατάδου που βρίσκεται αριστερά στην είσοδο του χωριού. Η ανέγερσή του έγινε με την φροντίδα του τότε δασκάλου του χωριού Χρήστου Μαυρουδή.

Το Ηρώο της Κοινότητας Στενής, έργο του γλύπτη Πέτρου Δελατόλα από την Καρδιανή, κατασκευάστηκε το 1975 και γεφύρωνε τις διαφορές των κατοίκων που ανήκαν σε δύο διαφορετικά δόγματα και προκαλούσαν διενέξεις για την ισχύ των Μνημείων (οι Ορθόδοξοι αναγνώριζαν την Πλάκα του Σχολείου και οι Καθολικοί το Ηρώο του Αγίου Νικολάου). Η χρυσή τομή βρέθηκε με την κατασκευή αυτού του ηρώου, οπότε και καθιερώθηκε από την Νομαρχία Κυκλάδων η σειρά και οι εκδηλώσεις κατά τις Εθνικές Εορτές (Δοξολογίες και επιμνημόσυνες δεήσεις σύμφωνα και με τα δύο δόγματα) και Επετείους, οι οποίες έκτοτε εφαρμόζονται απαρεγκλίτως.

top

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

v            Απόστολου Μωραΐτη, Δήμος Σωσθενίου Τήνου (Περιοχή Κοινοτήτων Στενής Φαλατάδου). Οδοιπορικό Μέσα στο χρόνο, Αθήνα, 1994

 

 

 

Φωτογραφίες

 

Όλες οι φωτογραφίες,

εκτός από την απεικόνιση

του άμβυκα του ρακεζιού, σελ. 11,

είναι του Αριστείδη Κοντογεώργη

 και έχουν αντληθεί από τον τουριστικό φάκελο

που εξέδωσε ο Δήμος Εξωμβούργου

μέσω της Δημοτικής του Επιχείρησης Ανάπτυξης,

το έτος 2002.

top