ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ
Ο Άσωτος γιός
(Λουκά 15, 11-32)
Είπε επίσης: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Και ο νεώτερος
απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του, «Πατέρα, δος μου το μερίδιο της
περιουσίας που αναλογεί σ’ εμένα». Και μοίρασε σ’ αυτούς την περιουσία.
Και ύστερα από λίγες ημέρες ο νεώτερος γιος τα μάζεψε όλα και ταξίδεψε
σε μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε την περιουσία του ζώντας βίο
άσωτο. Όταν ξόδεψε ότι είχε, έγινε μεγάλη πείνα στην χώρα εκείνη
και αυτός άρχισε να στερείται. Και πήγε και προσκολλήθηκε σ’ ένα
από τους πολίτες της χώρας εκείνης, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια
του να βόσκει χοίρους. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του
από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανείς δεν του έδινε
τίποτα, τότε συνήλθε στον εαυτό του και είπε, «Πόσοι μισθωτοί εργάτες
του πατέρα μου έχουν αρκετή τροφή και τους περισσεύει, ενώ εγώ
χάνομαι από την πείνα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και
θα του πω, Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου, δεν
είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου. Κάνε με σαν ένα από τους
μισθωτούς εργάτες σου». Και σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.
Ενώ δε ήταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε
και έτρεξε και έπεσε στον τράχηλό του και τον κατεφίλησε. Του είπε
δε ο γιος, «Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου και
δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου». Αλλ’ ο πατέρας είπε
στους δούλους του, «Βγάλτε την στολή την πρώτη και ντύστε τον και
δώστε του δακτυλίδι για το δάκτυλό του και φέρετε το θρεμμένο μοσχάρι
και σφάξτε το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε διότι ο γιος μου αυτός
ήτανε νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Και άρχισαν
να ευφραίνονται. Ο γιος του όμως ο μεγαλύτερος ήταν στο χωράφι
και όταν επέστρεφε, καθώς πλησίασε στο σπίτι, άκουσε μουσική και
χορούς. Κάλεσε τότε ένα από τους υπηρέτες και ρώτησε τι σήμαιναν
αυτά. Εκείνος του είπε, «Ήλθε ο αδερφός σου, και ο πατέρας σου
έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, διότι τον απέκτησε πάλι υγιή». Αυτός
όμως θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Ο πατέρας του βγήκε έξω και
τον παρακαλούσε, αλλ’αυτός απεκρίθηκε στον πατέρα του, «Τόσα χρόνια
σου δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα εντολή σου, σ’ εμένα όμως ποτέ
δεν έδωσες ούτε ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου.
Όταν όμως ήλθε ο γιος σου αυτός, που κατέφαγε την περιουσία σου
με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το θρεμμένο μοσχάρι». Ο πατέρας του,
του είπε, «Παιδί μου, συ είσαι πάντοτε μαζί μου και ότι έχω είναι
δικό σου. Έπρεπε να ευφρανθούμε και να χαρούμε διότι ο αδελφός
σου αυτός ήταν νεκρός και ανέζησε, χαμένος ήταν και βρέθηκε».
Το χαμένο πρόβατο
(Λουκά 15, 1-7)
Όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί τον πλησίαζαν για να τον ακούσουν.
Και παραπονούνταν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς και έλεγαν ότι
αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώγει μαζί τους. Τότε τους είπε την
εξής παραβολή: «Ποιος από σας, εάν έχει εκατό πρόβατα και χάσει
ένα απ’ αυτά, δεν αφήνει τα ενενήντα εννέα στην έρημο και πηγαίνει
να αναζητήσει το χαμένο, έως ότου το βρει; Και αφού το βρει, το
βάζει στους ώμους του και χαίρεται, και όταν έλθει στο σπίτι του
προσκαλεί τους φίλους του και τους γείτονές του και τους λέγει,
«Συγχαρείτε με, διότι βρήκα το πρόβατό μου το χαμένο». Σας λέγω,
ότι έτσι γίνεται χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί
παρά για ενενήντα εννέα δίκαιους που δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια».
Η θεραπεία του παραλυτικού
(Λουκά 5, 17-26)
Μια μέρα δίδασκε, και πλησίον του κάθονταν Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι,
οι οποίοι είχαν έλθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας
και από την Ιερουσαλήμ. Και δύναμη Κυρίου ήταν μαζί του για να
κάνει θεραπείες. Μερικοί άντρες έφεραν πάνω σε κρεβάτι κάποιον
που ήταν παράλυτος και ζητούσαν να τον φέρουν μέσα και να τον βάλουν
εμπρός του. Αλλ’ επειδή δεν έβρισκαν κανένα τρόπο να τον φέρουν
μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στην στέγη και τον κατέβασαν
ανάμεσα από τα κεραμίδια, μαζί με το μικρό του κρεβάτι, στο μέσο
εμπρός στον Ιησού. Όταν ο Ιησούς είδε την πίστη τους, του είπε:
«Άνθρωπε, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Οι γραμματείς και
οι Φαρισαίοι, άρχισαν να σκέπτονται, «Ποιος είναι αυτός που λέγει
βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνον ο Θεός;».
Επειδή κατάλαβε ο Ιησούς τις σκέψεις τους, τους είπε: «Τι σκέπτεστε
μέσα σας; Τι είναι ευκολότερο να πω, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες
σου ή να πω, σήκω και περπάτα; Για να μάθετε όμως ότι ο Υιός του
ανθρώπου έχει εξουσία στη γη να συγχωρεί αμαρτίες», είπε στον παράλυτο:
«Σου λέω, σήκω και πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε σπίτι σου».
Και αμέσως σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος
και πήγε σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό. Και έγιναν όλοι έκθαμβοι
και δόξαζαν το Θεό και γεμάτοι από φόβο έλεγαν, «Είδαμε παράδοξα
πράματα σήμερα».
Ο χορτασμό; Των πέντε χιλιάδων
(Λουκά 9, 10-17)
Όταν επέστρεψαν οι απόστολοι, διηγήθηκαν στον Ιησού όσα έκαναν. Τους
πήρε τότε μαζί του και αποσύρθηκε ιδιαιτέρως σε έρημο μέρος κοντά
σε μια πόλη που ονομαζόταν Βηθσαΐδα. Αλλά ο κόσμος το έμαθε και τον
ακολούθησε, αυτός τους δέχθηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του
Θεού και θεράπευε εκείνους που είχαν ανάγκη θεραπείας. Όταν άρχιζε
να βραδιάζει, τον πλησίασαν οι δώδεκα και του είπαν «Άφησε ελεύθερο
τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και στην ύπαιθρο και να βρουν
καταλύματα και τροφές, διότι εδώ είμαστε σε έρημο τόπο». Εκείνος
τους είπε, «Δώστε τους εσείς να φάνε». Αυτοί δε, είπαν «Δεν έχουμε
τίποτα περισσότερο από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός αν εμείς
πάμε να αγοράσουμε τρόφιμα για όλο αυτόν τον κόσμο», διότι ήταν περίπου
πέντε χιλιάδες. Είπε τότε στους μαθητές του, «Βάλτε τους να καθίσουν
χάμω σε ομάδες ανά πενήντα». Αυτοί το έκαναν και τους έβαλαν όλους
να καθίσουν. Τότε πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το
βλέμμα του προς τον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και
τα έδωσε στους μαθητές του, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Και έφαγαν
και χόρτασαν όλοι, και όταν μάζεψαν τα κομμάτια που περίσσεψαν, γέμισαν
δώδεκα κοφίνια.