ΜΕΛΙ ΤΗΝΟΥ, ΤΟ ΑΠΠΕΡΙΤΟ ΦΡΥΓΑΝΟΜΕΛΟ

Αυτή την υψηλή ποιότητα διατηρεί και σήμερα το Τηνιακό μέλι. Στην

Παραδοσιακή μελισσοκομία του νησιού συνηθίζονται δύο τύποι κυψέλης, οι ΄΄μελισσοθυρίδες΄΄ και τα ΄΄μισέλια΄΄ (που προσφέρονται επίσης αμ’ σέλια και αμ’ψέλια).

Οι μελισσοθυρίδες είναι βαθιές τετραγωνικές εσοχές, ανοιγμένες μέσα στούς αναλημματικούς τοίχους (΄΄πεζούλες΄΄) που επιστηρίζουν αναβαθμίδες των χωραφιών, τα λεγόμενα ΄΄σκαλιά΄΄. Κατασκευασμένες με πέντε σχιστολιθικές πλάκες, μια κάτω, δύο στα πλευρά, μια πάνω, και μια πίσω, έχουν διαστάσεις 40Χ40 εκ. περίπου και μήκος 80 έως 90 εκατοστά.

Μια ακόμα πλάκα εφαρμόζει στο στόμιο και φέρει ΄΄κουκάκια΄΄, μικρές τρύπες δηλαδή, για να περνούν οι μέλισσες.

Ο δεύτερος τύπος κυψέλης, το μισέλι, είναι από πηλό, στίς ίδιες περίπου διαστάσεις με την μελισσοθυρίδα. `Εχει κυκλική διατομή και τοποθετείται μέσα σ’ αυτήν , κλείνοντας μπροστά με ανάλογο καπάκι από σχιστόπλακα η σπανιότερα από ξύλο. Εξίσου συνηθισμένο είναι, αντί κουκάκια στην επιφάνεια της πλάκας, να υπάρχουν μικρές εγκοπές στην περιφέρεία της και να περνούν εκεί οι μέλισσες. Συχνά το καπάκι στερεώνεται εξωτερικά με μία πέτρα.

Με την κατασκευή αυτή οι μέλισσες είναι ασφαλισμένες και από τα φίδια και από τα πουλιά. Τίποτα άλλο εκτός από τις ίδιες δεν μπορεί να χωρέσει στα μικρά κουκάκια που έχει το καπάκι. Ο μόνος εχθρός που τις απειλεί είναι οι άγριες ΄΄σφήνγκες΄΄ , που το καλοκαίρι τις παραφυλούν και μόλις βγούν τις ΄΄αρπούν΄΄. Για να τις καταπολεμήσουν, βάζουν μπροστά στην κυψέλη φακές του εμπορίου, με ένα ερπετό ΄΄βρώμιο΄΄ (σαύρα ή άλλο). Οι σφήκες μπαίνουν στην φάκα και μετά δεν μπορούν να βγούν. Από πάνω τους ρίχνουν ζεματιστό νερό και της καίνε ή, όπως είναι, τις βουτούν σε μία γούρνα και πνίγονται. Παλιότερα που δεν υπήρχαν οι φακές, έβαζαν δηλητήριο στο ερπετό για να για να φάει η σφήκα και να ψοφήσει.

Το Μάη, πού βγαίνουν τα ΄΄σμάρια ΄΄, αλείφουν το εσωτερικό της κυψέλης με ΄΄κηρόζουμο΄΄, για να προσελκύσουν τις μέλισσες και να εγκατασταθούν εκεί. Ο κηρόζουμος γίνεται από άνθη νεραντζιάς, άνθη λεμονιάς, τριαντάφυλλο, ΄΄θρουνόχορτο΄΄ και άλλα μυρωδικά. Προσθέτουν και ένα κομμάτι παλιά ΄΄κηρόπητα΄΄ (κερήθρα) και βάζουν το μίγμα στην φωτιά.

Πρέπει μόνο να προσέξουν, την ώρα που αλείφουν τα την κυψέλη, να μην μπει η αναπνοή τους μέσα, γιατί οι μέλισσες δεν πάνε, ΄΄είναι μίζερα πράγματα΄΄.

Όταν οι μέλισσες ΄΄πιάσουν΄΄ (εγκατασταθούν΄΄) φτιάχνουν τις κερήθρες, που εδώ τις ονομάζουν ΄΄πίτες΄΄ και ΄΄μελόπιτες΄΄. Οσες κερήθρες γεν έχουν μέσα μέλι (σ’ αυτές εναποθέτει τα αβγά της η βασίλισσα) λέγονται ΄΄κ’ φόπιτες ΄΄ (κούφιες).

Η μέλισσα ΄΄πάει΄΄ στ’ άνθια και βοσκίζει΄΄ .

Το χειμώνα όμως, και μάλιστα πολλές φορές που τυχαίνει να είναι ΄΄κακοσύνη΄, δε βρίσκει τροφή. Γι’ αυτό, άμα ο χωρικός τρυγήσει το μέλι, αφήνει λίγο στις πίτες, για να το έχουν οι μέλισσες το χειμώνα. Τις ταίζουν τότε και με πετιμέζι, μέσα σε ένα δοχείο ρηχό που το τοποθετούν στην κυψέλη. Με το πετιμέζι βάζουν ξυλαράκια για να κάθονται πάνω οι μέλισσες και να μην κολλούν.

Το μέλι το τρυγούν από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβρη. Για να διώξουν τις μέλισσες, καπνίζουν τα μισέλια και τις μελισσοθυρίδες, ανάβοντας μια ΄΄ βουϊδιά ΄΄ (ξεραμένη κοπριά αγελάδας ). Την βουϊδιά την αφήνουν αναμμένη απ’ έξω, όση ώρα τρυγούν, για να μην πλησιάζει το μελίσσι.

Σήμερα ρίχνουν τον καπνό και με τρόμπα. Στα χέρια φορούν γάντια και στο πρόσωπο προστατευτική ΄΄μπουτσούνα΄΄ από συρματένιο τέλι, την ΄΄κατραμπούρα΄΄ . Καθώς κόβουν τις πίτες με την ΄΄μαχαίρα΄΄ , αυτές πέφτουν σε διχαλωτά ξύλα που λέγονται ΄΄χαλοί΄΄ . Από εκεί τις βάζουν στα δοχεία

Το χώρισμα του μελιού από το κερί γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο.

Ζυμώνουν τις μελόπιτες με το χέρι και τις αφήνουν σε ένα κόσκινο να στραγγίξουν. Το μέλι τρέχει μέσα σε μια κούπα. ‘Υστερα τις ξαναζυμώνουν και τρέχει μέλι δεύτερης ποιότητας. ‘Ότι μένει το βάζουν σε νερό και ,αφού το βάλουν σε ένα σ’ ένα τσουβάλι, το πιέζουν με δύο ξύλινες μαστιές και το κερί βγαίνει από τους πόρους. Κατόπιν βράζουν το κερί για να λιώσει και το ρίχνουν σε κρύο νερό, όπου στερεοποιείται και παίρνει το σχήμα του δοχείου. Το μέλι το φυλάγουν σε ζάρες ή σε κουρούπια, ενώ το κερί το πουλούν στους κηροπλάστες οι οποίοι και το επεξεργάζονται.

ΑΛΕΚΟΣ Ε. ΦΛΩΡΑΚΗΣ – ΛΑΟΓΡΑΦΟΣ ΕΘΝΟΛΟΓΟΣ

(Τήνος, λαϊκός πολιτισμός 1971)

Πληκτρολόγηση Χατζίρη Ασπασία

Κείμενο από την πρακτική εξάσκηση:

"Καινότομα προγράμματα συμπληρωματικής κατάρτισης & εξειδίκευσης για εργαζόμενους απόφοιτους τουριστικής εκπαίδευσης"- Consul-Κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης Α.Ε

 

more info...

home

Φεβρουάριος 2006