Tinos photoalbum






Ασφάλειες Ζωής , Αυτοκινήτων , Πυρός , Σκαφών

Συκουτρής - Εστιατόρια - Fast Food

Τύπος - Γραφικές Τέχνες - Εκδόσεις - Διαφημιστικά

AGOUDIMOS LINES, ΠΗΝΕΛΟΠΗ , PINELOPI ,  Άνδρος , Τήνος , Μύκονος

 Fast ferries - Άνδρος - Τήνος - Μύκονος , Θεολόγος , Αικατερίνη




ΚΟΥΤΕΛΑΚΗΣ ΧΑΡΗΣ

δρ Αρχαιολογίας-Ιστορικός

ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ

ΚΕΦ. IV

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ, ΜΠΟΜΠΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΛ’ΜΠΑΡΙΕΣ

-Η σημασία των περιστεριών και των περιστεριώνων και η σχέση του νησιού με την προϊστορική θεά Περιστέρα-

Ως προς τους περιστεριώνες οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι οι Τηνιακοί δεν εκτρέφουν περιστέρια μόνο για το κρέας τους από ανάγκη πρόσληψης ζωϊκής πρωτεΐνης αλλά και για τα περιττώματά τους, που θεωρούνται εξαιρετικό λίπασμα των χωραφιών καθώς περιέχουν υψηλό ποσοστό αζώτου (βλ. Βώκου. Ομοίως Βαλλιάνου, Βώκου. Επίσης Βώκου et alii, 44 και Στουρνάρας, Φυσικό περιβάλλον, 29 και 112, όπου αφήνει να εννοηθεί ότι η εμφάνισή τους ανάγεται μόλις κατά την Βενετοκρατία). Τα παλιά χρόνια οι Τηνιακοί χρησιμοποιούσαν επίσης τα φτερά, ή το αίμα και την καρδιά τους για να παρασκευάζουν θεραπευτικές αλοιφές, ενώ, όσο κι αν φαίνεται βάρβαρο, τα περιστέρια αποτελούσαν κι ένα θαυμάσιο στόχο για όσους επιθυμούσαν να εξασκηθούν στη σκοποβολή. Είναι γνωστό ότι αναπαράγονται 6 φορές τον χρόνο και ίσως αυτή η παρατήρηση των ανθρώπων για την έντονη σεξουαλική τους δραστηριότητα να τα συνέδεσε με την Αφροδίτη ως το ιερό πτηνό της, αφού στην επική ποίηση αυτή εθεωρείτο ότι προκαλούσε τον πόθο και τον έρωτα όλων των ζωντανών όντων.

Οι περιστεριώνες στην Τήνο είναι διώροφα ορθογώνια κτίσματα με διαστάσεις συνήθως 3Χ4Χ5μ. Έχουν μία πόρτα για τον ιδιοκτήτη, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον κάτω όροφο ως αποθήκη για τη φύλαξη των εργαλείων του, ενώ ο επάνω όροφος αποτελούσε την κατοικία των περιστεριών.

Στην Απουλία, όπου υπάρχει πλήθος από περιστεριώνες, οι κάτοικοι μεταχειρίζονταν τα πιτσούνια ως εξαιρετική τροφή και μάλιστα σε ειδικές περιπτώσεις. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση επ’ αυτού ενός Ιταλού ερευνητή, ο οποίος επιλέγει: «Αυτά τα πτηνά είχαν μια υψηλή διατροφική αξία, γι’ αυτό τάϊζαν τα παιδιά, τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους. Ήταν ένα επιθυμητό γεύμα που συνήθιζαν να προσφέρουν οι ευγενείς στα νιόπαντρα

ζευγάρια, αλλά και κατά την υποδοχή και φιλοξενία υψηλών προσώπων». Στην Πελοπόννησο μάλιστα μέχρι τη δεκαετία του 1950 έτρεφαν και τις λεχώνες.

Πολλά από τα ερωτήματα ωστόσο που έθεσε η ομάδα έρευνας των περιστεριώνων της Τήνου είτε δεν απαντήθηκαν είτε δεν απαντήθηκαν επαρκώς σε σχέση με τους φεουδάρχες του νησιού που ανέρχονταν, κατά τα γραφόμενα, από το 1209 μέχρι το 1715 σε 69, ενώ το 1985 καταμετρήθηκαν 550 και σήμερα μετά από συνεχιζόμενες έρευνες σε 650 ή και σε περισσότερους από χίλιους μέσα στον 19ο αιώνα1. Ωστόσο από καταγραφές παλαιότερων επισκεπτών-ερευνητών, όπως ο αρχιτέκτονας Manuel Baud-Bovy στη δεκαετία του 1950 (ίσως αυτόν που έστειλε τότε ως φοιτητή στην Τήνο ο Μάρκος Σιώτης να καταγράψει όλους τους περιστεριώνες)2, ο K. Matey και ο Hasso Hohmann3, ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 1009, 1179 και σε 1300 αντίστοιχα. Η τελευταία χαρτογράφηση όσων απόμειναν όρθιοι ή σε εμφανή ερειπιώδη κατάσταση, αποδίδει όντως έναν αριθμό πάνω από χίλιους4.

Ας σημειωθεί ότι εκείνος που βρίσκεται στην περιοχή «Καλάμοι (οι)» της Χώρας, πίσω από τον οποίο διανοίχθηκε το 2001 ο περιφερειακός δρόμος, φέρει στην Α. και στη Δ. πλευρά του εντοιχισμένα τα δύο τεμάχια ανωφλίου με χρονολογία 1788, έτος που αποτελεί το όριο post quem5, ενώ ανατολικά του πρατηρίου βενζίνης ΕΚΟ και δυτικά του φράγματος στη «Βακέτα» της Χώρας ένας άλλος φέρει στη ΝΔ. γωνία του ψηλά, ένα μάρμαρο διαστάσεων 0,20Χ0,20μ. με χαρακτή τη χρονολογία 1801. Ένας ακόμη που ανήκει στο μοναστήρι του Αγ. Φραγκίσκου χρονολογείται γύρω στα 1700, ενώ δεν λείπουν οι αρχειακές ειδήσεις από τα ενοριακά Αρχεία που είχα την ευκαιρία να ερευνήσω στο Α.Κ.Τ. Λόγου χάριν από το χωριό Ποταμιά ο Μαθιός Παλαμάρης αφήνει με διαθήκη στην κόρη του Αυγουστίνα το μερίδιό του στην Κολομπάρα του (έγγραφο Νο 61 του 1767).

Ομοίως από το χωριό Σπηλιά έχουμε τη μαρτυρία από τη διαθήκη του Ιωάννη Σάβαρη στις 8 Σεπτ. 1797. Αφήνει στον αδελφό του «τα πράγματα που έχει στο χωριό Μοναστήρια και τον Περιστεριώνα», όπως επίσης αναφέρεται στο έγγραφο Νο 41 του 1805 από το χωριό Περάστρα «χωράφι εις του Πομπαλί», που καταδεικνύει τη χρήση της πορτογαλο-ισπανικής λέξης pumbal για να δηλωθεί ο περιστεριώνας6.

Μεταλλαγμένη προφορά αυτού του ξενικού όρου ως Bobolies (Μπομπολιές, στις) συναντάται σε έγγραφα που αφορούν το χωριό Πλατιά στα 1698 και ως

τοπωνύμιο στα 1712, ενώ από το χωριό Στενή αναφέρεται «in Cullès ένα χωράφι με αμπέλι και περιστεριώνα»7.

Στο Κτικάδο επίσης υφίσταται ο περιστεριώνας του Μεσσηνέζη, προφανώς ενός φεουδάρχη ή κτηματία, του Κάρλο Μεσσηνέζη, κατοίκου του χωριού που μαρτυρείται ήδη ως ανάδοχος σε βάπτιση του 1747 (βλ. Χωριό Κτικάδος, Κώδικας 1808, φ. 28) και έχει ονοματοδοτήσει και τον ορεινό όγκο «Κάρλο, στον» στην κατωφέρεια προς τα Κιόνια8.

Από το χωριό Κάμπος προέρχεται η αρχειακή είδηση για το τοπωνύμιο «δύο Περιστεριώνηδες»9, ενώ στα έγγραφα από την Ποταμιά γίνονται αναφορές για περιστεριώνες, όπως «το χωράφι στου Γουρούνη με την κολομπάρα» στα 1772 (στο έγγραφο Νο 81. βλ. Κεφ. Ι΄, Χωριό Ποταμιά, λυτά έγγραφα). Ειδικά γι’ αυτούς κάνει λόγο και η Γιαννισσοπούλου στη διατριβή της10.

Από την Κώμη έχουμε τη μαρτυρία στα 1770 από διαθήκη με την οποία δίδεται «σκαλί χωράφι εις του Πέρου του Κουτσού εις τον περιστεριώνα από κάτω» (βλ. Κεφ. Ι΄, Χωριό Κώμη, έγγραφο 103).

Πάντως είναι γνωστή μια απόφαση του Βενετού έκτακτου προβλεπτή Zorzi Benzon στα 1681 με την οποία απαγορευόταν η οικοδόμησή τους, αν το χωράφι είχε έκταση μικρότερη 10 πινακίων σποράς, γεγονός που υποδεικνύει τόσο την αύξηση του αριθμού τους μέσα στον 17ο αι. σε βάρος των καλλιεργειών των γειτονικών χωραφιών, όσο και τις έντονες διαμαρτυρίες και παραστάσεις των θιγομένων, προς την δημόσια Αρχή. Έτσι ερμηνεύεται και η αγορά χωραφιού από τον δημόσιο νοτάριο Rugger Imperiale στα Πλατιά, το οποίο συνένωσε με τα υπόλοιπα κτήματά του για να μπορέσει να ξεπεράσει τη νομική δέσμευση που όριζε την έκταση γης11 για την ανέγερση περιστεριώνα. Οι λόγοι αύξησης του αριθμού τους εξηγήθηκαν σε άλλο κεφάλαιο (βλ. Κουτελάκης, Τήνος αρχαία και χριστιανική2, Κεφ. Γ΄3).

Από τους πολλούς που είχαν ανεγερθεί φεουδαρχικώ δικαιώματι, γνωρίζουμε με αφορμή διάφορα περιστατικά και γεγονότα την αναφορά ελάχιστων σε έγγραφα. Λόγου χάρη στα 1670, 1679 και 1700 αναφέρονται τρεις στο Μεγάλο Χωριό της Όξω Μεριάς, ένας στην περιοχή του Τριαντάρου (του ιερομόναχου Παρθένιου Μενάρδου ή Ξανεμίτη) και δύο στα Κάτω Μέρη εκ των οποίων ο ένας στα 1726 κληροδοτήθηκε από καθολικό ιερέα σε μια Τηνιακή12.
Άλλωστε κάποια τοπωνύμια ειδικά στην περιοχή του χωριού Καλλονή (πρώην Κελλιά) φέρουν την χαρακτηριστική ονομασία «Περιστεριώνας» και Κουλ’μπαριά13. Ομοίως με πρόσφατη αρχειακή έρευνά του ο π. Μ. Φώσκολος υπερθεματίζει ότι η ανέγερσή τους δεν ήταν προνόμιο των φεουδαρχών, τουλάχιστον από τα μέσα του 17ου αι. κ.ε14, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παλαιότερα δεν ίσχυε το φεουδαρχικό δικαίωμα, αφού τα παραδείγματα από την Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία, σε περιοχές των οποίων, όπως η Puglia (Salento, Lecce, Bari, Otranto, Leuca), στις οποίες βρίθουν οι περιστερεώνες, οι αρχειακές πηγές από τον 13ο αιώνα τους συνδέουν απολύτως και μόνο με τους άρχοντες του τόπου.

Το ίδιο καταδεικνύουν και τα παραδείγματα περιστερεώνων από την Άνδρο παρά το πυργόσπιτο του αφέντη Γιαννούλη στον Αμόλοχο και του Μπίστη στις Στενιές (β΄ μισό του 16ου αι) και οι ελαχιστότατοι από τη Σίφνο που ανήκαν σε παλιές φεουδαρχικής προέλευσης οικογένειες15. Τονίζεται μάλιστα για την Άνδρο ότι οι δουλοπάροικοι αρχικά και οι πάροικοι αργότερα ήταν υπεύθυνοι τόσο για το ασβέστωμα των κτισμάτων και την περιποίηση των περιστεριών όσο και υπόλογοι για τις ζημιές που προκαλούσαν τα περιστέρια σε γειτονικά περιβόλια και χωράφια.

Ειδικευμένοι επιστήμονες αναφέρουν χαρακτηριστικά τα εξής16: «Μια άλλη λειτουργία που είχαν οι πυργοειδείς περιστεριώνες ήταν οι χρήσεις τους από τους ευγενείς για κυνήγι με κυνηγετικά γεράκια. Τα ντοκουμέντα κάνουν λόγο για ύπαρξή τους από το 1300 και επιβεβαιώνουν ότι αρχικά οι πύργοι ως παρατηρητήρια στρατιωτικά, σταδιακά εξελίχθηκαν σε κατοικίες και σε εκκολαπτήρια περιστεριών.

Οι πύργοι του 1400 που απόμειναν στην περιοχή του Σαλέντο και που μπορούσαν να εκκολάψουν περίπου 10.000 περιστέρια βρίσκονται στο Carpignano Salentino στην τοποθεσία Cocorzo, στο Parco di Ugento, με οικόσημα του Οίκου Orsini, του οποίου ο πύργος-περιστεριώνας κτίστηκε στο τέλος του 1300 και είναι ένας από τους λίγους που διασώθηκαν από την τρομακτική επίθεση των Τούρκων στην περιοχή, στην Acaya και στην

Ιταλία. Πύργος παρατήρησης της θάλασσας. Μετέπειτα περιστεριώνας.

τοποθεσία Franite a Maglie. Κάποτε κάθε masseria, κάθε castello και κάθε palazzo signorile είχε και τον πύργο-περιστεριώνα του. Από την ανάγνωση των εγγράφων της εποχής γίνεται φανερό ότι οι πύργοι των περιστεριών ανεγέρθηκαν στα 1300, αλλά η κοινωνική και οικονομική τους αξία αναπτύχθηκε επί του Γερμανού Φρειδερίκου von Hohenstaufen που αγαπούσε το κυνήγι των περιστεριών με κυνηγετικά γεράκια».

Πολλοί ευγενείς συνέχιζαν να υπερασπίζονται τα φεουδαλικά τους δικαιώματα ακόμη και στα 1701, όπως ο βαρόνος της S. Barbara, διατηρώντας για τον εαυτό τους πύργους-περιστεριώνες ως το έσχατο προνόμιο. Ο βαρόνος, αν και έχοντας ανάγκη να πωλήσει ή να παραχωρήσει τις κτήσεις και τα μέγαρά του, αρνήθηκε να παραχωρήσει σε τρίτους τον πύργο-περιστεριώνα του

παραμένοντας απόλυτος και μοναδικός κύριος. Ακραία περίπτωση είναι και αυτή του κόντε του Palmariggi, ο οποίος αποφάσισε να γκρεμίσει τον πύργο-περιστεριώνα του παρά να τον δει στα χέρια άλλου Κυρίου…

Ο π. Μ. Φώσκολος (Το Δίκαιο των περιστεριώνων, ό.π.) σε ό,τι αφορά τους περιστεριώνες της Τήνου πρότεινε μια πιθανή σύνδεσή τους με τους αντίστοιχους της Απουλίας ως προς τη μεταφορά από εκεί της ιδέας και της τεχνογνωσίας, επειδή κάποιες οικογένειες της Τήνου, όπως των Ζαλλόνη και των Σάβαρη μετακινούνταν κατά τον 16ο αιώνα στην περιοχή εκείνη και από εκείνη προς την Τήνο, σύμφωνα με το αρχειακό υλικό του Α.Κ.Τ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεταφορές ιδεών και τεχνολογικών εξελίξεων είναι συνήθως αμφίδρομες και σχετίζονται με τις επαφές και τις ανάγκες των ανθρώπων. Ας μη ξεχνάμε ωστόσο ότι η Απουλία και το Ότραντο ήταν μια περιοχή με ελληνόφωνο κόσμο που είχε τις ρίζες του και στο Βυζάντιο μέχρι την άλωση του Bari17, άρα διατηρούσε τις αναμνήσεις του από τους τόπους προέλευσής του για τη χρήση των κτισμάτων και τα δικαιϊκά έθιμά του, σχεδόν αναλλοίωτα. Κι αυτό φαίνεται από τη μορφολογία των περιστεριώνων εκεί, όπου οι περισσότεροι ανήκουν στους κυκλικούς-κυλινδρικούς (ελάχιστοι είναι οι ορθογώνιοι, δύο υπόσκαφοι και μερικοί αετωματικοί) με σκοπό κατ’ αρχήν της επισκόπισης του πελάγους και της μετάδοσης με βούκινο του επερχόμενου κινδύνου18. Ο Ιταλός ερευνητής Marco Mazzoleni γράφει σχετικά: Η παρουσία των πύργων-περιστεριώνων σ’ αυτή την περιοχή οφειλόταν στην ύπαρξη αρχαίων οχυρωμένων θέσεων όπου οι περιστεριώνες αρχικά ήταν σπάνιοι και στριμωγμένοι στα τείχη. Όταν όμως απομακρύνθηκαν από τις οχυρώσεις, μετακινήθηκαν και κτίστηκαν από τους ιδιοκτήτες στους πρόποδες των λόφων κοντά στα λαγκάδια και στις εύφορες εκτάσεις. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν τα παραδείγματα από τις περιοχές Castello di Campello alto και τις θέσεις Ravale, Villa, La Bianca, όπου τους βρίσκουμε στον πιο μεγάλο αριθμό από άλλες περιοχές που ερευνήθηκαν. Ήταν δηλαδή αρχικά κυρίως πύργοι παρατήρησης και ακτοφρουρές»19, όπως ο πύργος του Σμόβολου και της Παναγίτσας στην Τήνο, κοντά στο σημερινό super market Παλαμάρη, μετέπειτα ανεμόμυλος και αργότερα, στα 1837 Μαΐου 1, περιστεριώνας του Αφεντούλη, όπως δηλώνει μαρμάρινη ανάγλυφη δίζωνη πλάκα με το ονοματεπώνυμό του (ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΑΦΕΝΤΟΥΛΗΣ) και με μια περιστέρα που «ιεροποιήθηκε» χριστιανικά με δύο βυζαντινού τύπου σταυρούς.

Η πλάκα αυτή αποκολλήθηκε, μεταφέρθηκε και εντοιχίστηκε από πολλών ετών σε γωνία σπιτιού της Χώρας στην περιοχή της Παλάδας, ιδιοκτησίας του ίδιου20. Πρόκειται για οικογένεια της άρχουσας τάξης του νησιού (άλλωστε το επώνυμό του φανερώνει την κοινωνική θέση των προγόνων του ως Αφεντών)21.Τούτο άλλωστε συμβαδίζει και με τις διαστάσεις που είχαν οι αρχαίοι κυκλικοί πύργοι, όπως και οι αντίστοιχοι των ακτογραμμών της Απουλίας22.
Ωστόσο οι περιστεριώνες της Τήνου, έστω και ως κτίσματα του 17ου-19ου αιώνα με τη μορφή που μας παρουσιάζονται, δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τους αντίστοιχους της Απουλίας οι οποίοι και οχυροί είναι και πανύψηλοι. Οι τετράγωνης ή ορθογώνιας κάτοψης εκεί είναι κτίσματα τετραώροφα που εξυπηρετούσαν και άλλες ανάγκες εκτός από χώρους αποθήκευσης. Ήταν παράλληλα και σταύλοι και κατοικίες. Στην Τήνο σπάνιες είναι οι περιπτώσεις σταύλισης ζώων, ενώ ούτε ένας δεν αποτέλεσε κατοικία. Ένας μόνο στη δεξιά πλευρά για τον ανερχόμενο τη λαγκαδιά του Πριάστρου λειτούργησε ολοφάνερα στο κάτω μέρος του ως σταύλος, αλλά φαίνεται πολύ όψιμος, ίσως του β΄ μισού του 19ου αι. Μια αναφορά του 1456 για ένα «domum diruptam dictam de Colovari» στην έκταση του χωριού Ξινάρα, δεν επιτρέπει συμπεράσματα ούτε για το κτίσμα ούτε και για τη σημασία της λέξης Colovari, η οποία προσωπικά θεωρώ ότι δηλώνει ένα «Κολομπάρι», δηλαδή περιστεριώνα. Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι στους τηλεφωνικούς καταλόγους της Τήνου μέχρι σήμερα υφίσταται το επώνυμο Κολοβάρης. Ωστόσο θεωρώ πολύ παλαιότερη τη λέξη-τοπωνύμιο Pombali που συνάντησα στα έγγραφα από την Περάστρα, γιατί σηματοδοτεί στα πορτογαλικά και στα καταλάνικα ένα περιστερεώνα που ίσως υπήρχε ή κτίστηκε από τους Καταλανούς φεουδάρχες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί, σύμφωνα με τις έρευνές μου23, από το 1341 μέχρι το 1390.

Παρά ταύτα το παιχνίδι του τεχνίτη με τον σχιστόλιθο στην πρόσοψή τους24 σίγουρα δεν ήταν μια τυχαία επιλογή ούτε απλώς μια επιλογή για την προστασία των περιστεριών στο κούρνιασμά τους και κατά το πέταγμά τους. Έχω προτείνει ήδη στην 1η έκδοση του «Τήνος αρχαία και χριστιανική», στο κεφάλαιο για την αρχιτεκτονική των ναών, ότι θα πρέπει οι τεχνικές αυτές να αλληλεπίδρασαν μεταξύ κτιρίων περιστεριώνων και ναΐσκων. Σήμερα από την πλευρά της δόμησης των βυζαντινών ταπεινών ναΐσκων της Τήνου έχουμε την πρώτη τεκμηριωμένη μαρτυρία ότι κτίζονταν και με βήσαλα που τους προσέδιναν ανάλογο διάκοσμο με τον σχιστόλιθο, όπως στον Άγ. Γεώργιο στο Ξυλομαχαίρι Σμαρδάκιτου και στον Άγ. Αντώνιο ερημίτη του ίδιου χωριού25 και όπως δείχνουν ανάλογα παραδείγματα περιστερεώνων από το Fiore S. Barbaro της Puglia που δανείζονται μορφολογικά διακοσμητικά στοιχεία από την οικοδομική των Trulli του Alberobello και των γειτονικών του οικισμών στην περιοχή της Απουλίας26.

Παρότι τα περιστέρια ήταν οι προμηθευτές του πιο κατάλληλου λιπάσματος των χωραφιών, στη Δύση σύμφωνα με σχετική μελέτη27 οι αγρότες αισθάνονταν φόβο από την πολυάριθμη παρουσία τους, γιατί έτρωγαν και

Fiore S. Barbaro της Puglia. Διακοσμητικά φωλιάς περιστεριών, δάνειο από τα Trulli του Alberobello.

διασκόρπιζαν παντού τους σπόρους. Τεράστια σμήνη κατέβαιναν στους φρεσκοσπαρμένους αγρούς.

Επομένως ο αριθμός των περιστεριώνων ήταν αυστηρά ελεγχόμενος. Ένας απλός αγρότης επιτρεπόταν να διατηρεί στην κατοικία του μόνο μερικά ζεύγη περιστεριών. Ένας περιστεριώνας όμως ήταν αποκλειστικό δικαίωμα του ευγενή. Παρόλα αυτά και εκείνος ήταν αναγκασμένος να περιορίσει τα περιστέρια του σε ένα αριθμό ανάλογο της έκτασης που κατείχε. Ο κανόνας ήταν μια φωλιά ανά 1 και ¼ στρέμματα. Αυτοί οι κανονισμοί (ρυθμίσεις) είχαν

εμφανιστεί σταδιακά κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι το 1410 ο περιστεριώνας είχε γίνει σύμβολο του κοινωνικού status. Το μέγεθος του περιστεριώνα έδειχνε το μέγεθος της περιουσίας του ιδιοκτήτη του και το νομικό καθεστώς που κάλυπτε το Δίκαιο των περιστεριώνων καταργήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1789 στα πλαίσια της γαλλικής Επανάστασης.

Ασφαλώς ένα τέτοιο κτίσμα ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους, όπως ήταν ο περιστεριώνας, ενέπιπτε και στο εθιμικό (αργότερα θεσμικό) κληρονομικό Δίκαιο της πολυεθνικής Τήνου, όπως δείχνει η αντίστοιχη περίπτωση του περιστερεώνα στο χωριό Σπηλιά (βλ. Κεφ. Ι΄, Χωριό Σπηλιά, έγγραφο Νο 1 της 15 Μαρτίου 1726) και εκείνου στο «Πηγάδι» του Σκαλάδου, του οποίου το κάτω μέρος ανήκε ήδη στα 1851 στην Καθολική Αρχιεπισκοπή και το πάνω μέρος του στον Μάρκο Φιλιππούση, κάτοικο του χωριού28.
Εκ των πραγμάτων διαφαίνεται ότι αυτοί που διέθεταν από το 1681 κ.ε. χωράφι τέτοιας έκτασης, όσο δέκα πινακιάδες σπορά, που να τους επιτρέπει την ανέγερση περιστερεώνα ήταν λίγοι. Στην πραγματικότητα ήταν φεουδάρχες ή απόγονοι της παλιάς φεουδαρχίας του νησιού. Άλλωστε υπόκειντο κατά τα φαινόμενα και στην ανάλογη φορολογία, κάτι που ήταν αποτρεπτικό για τη μεγάλη μάζα του λαού ώστε να διαθέτει περιστεριώνα. Αλλά και η θεσμοθέτηση της απαιτούμενης έκτασης τί άλλο προδίδει παρά την πρόθεση αποτροπής να ανεγείρει ο καθένας τον δικό του περιστεριώνα σε βάρος των λίγων ιδιοκτητών περιστεριώνων που εκμεταλλεύονταν το προϊόν τους; Επιβεβαιώνεται εξάλλου και από το γεγονός ότι τα πιτσούνια που στέλνονταν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε τζάρες (από την αγγλική jar), δεν ήταν αρχικά έδεσμα για τους φτωχούς Τηνιακούς και μη, αλλά για τους πλουσίους29. Θα παρέμενε ενδεχομένως ανεξήγητη η λατρεία των Τηνιακών προς τα περιστέρια που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο, ακόμη και στην κορύφωση ξυλόγλυπτης κορνίζας καθρέπτη, όπως αυτός από την οικία Αλέκας Λαγουρού-Μαλλιάρη, έργο Τηνιακού επιπλοποιού του 19ου αι30., αν δεν επρόκειτο για μια σχέση μακραίωνη.

Ας παρακολουθήσουμε όμως τα ιστορικά τεκμήρια που αναφέρονται στην ύπαρξη των περιστεριώνων. Ένας μαρτυρείται ήδη στα 1700 στο χωριό Στενή, ιδιοκτησίας του Γιώργη Μωραΐτη, σε κτήμα σποράς δυόμισι πινακίων. Αυτό ωστόσο μπορεί βεβαίως να σχετίζεται με το μεσαιωνικό φεουδαλικό προνόμιο, όπως καταγράφεται στην Δύση που προέκυπτε από το Droit du Colombier (Βώκου, 460) ειδικά στην Αγγλία και Γαλλία, αφενός επειδή γνωρίζουμε ότι ο Μωραΐτης ήταν φεουδάρχης ή ανήκε σε επιφανή οικογένεια και αφετέρου όπως δείχνει η σχετική με τα περιστέρια ορολογία που μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται (πιτσούνι, κουτρουμάν κ.α.ο) από τους λάτρεις εκτροφής και επίδειξης περιστεριών31.

Τα όσα αναφέρει ο Fallacara για την επίδραση της Καθολικής Εκκλησίας στο θεματολόγιο του διακόσμου της πρόσοψής τους επειδή ανήκαν σε καθολικούς κατοίκους ή γιατί το τρίγωνο συμβόλιζε την αγία Τριάδα και το άστρο του Δαβίδ ή γιατί στην πρόσοψη κάποιοι φέρουν σταυρό ή ότι τα αρχικά των ονομάτων των ιδιοκτητών προέρχονται από το λατινικό αλφάβητο, ή ότι υποκρύπτονται μυστικοί συμβολισμοί, δεν με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. Ο σταυρός ως αποτρεπτικό σύμβολο κατά του ματιάσματος και κατά του κακού που εποφθαλμιά το περιεχόμενο του κτίσματος, είτε είναι κατοικία είτε περιστεριώνας, αποτελεί κοινό τόπο στις προσόψεις των κυκλαδίτικων και δωδεκανησιακών κτισμάτων ή σπιτιών των ελληνικών κοινοτήτων της Μ. Ασίας32. Η χρήση των λατινικών γραμμάτων στην πρόσοψή τους επιβεβαιώνει όντως την φεουδαρχική προέλευση των οικογενειών με καθολικό δόγμα και επιχωριάζει στους περιστεριώνες που βρίσκονται κοντά στα καθολικά χωριά του νησιού, γεγονός που σημαίνει δύο τινά, ή ότι οι ορθόδοξοι δεν το συνήθιζαν ως μοτίβο ή ότι οι Ιταλοί καταγραφείς βρήκαν περισσότερους εκεί. Η μεταβίβαση των περιστεριώνων ως προίκα ισχύει και για τους ορθοδόξους. Εξάλλου τα βασικά γεωμετρικά σχέδια στις προσόψεις δεν φαίνεται να πείθουν για συμβολισμούς προερχόμενους από την Καθολική Εκκλησία, όπως υποθέτει ο συντάκτης του άρθρου, αφού είναι γνωστά και από άλλα μέρη της Ελλάδος. Προτιμώ τα συμπεράσματά του για μια λαϊκή λατρευτική Παράδοση, συναφή με τις λαϊκές δοξασίες, όπως τις βρίσκουμε και σε άλλα ατομικής χρήσης αντικείμενα33, που συνοδεύεται με ανάλογη αρχιτεκτονική έκφραση η οποία έρχεται από τα βάθη των αιώνων, γνωστή και βεβαιωμένη, όπως θα φανεί με όσα αναφέρονται πιο κάτω, από τους ελληνικούς μύθους και από τη μεταφορά θρησκευτικών λατρειών της Ανατολής34 με τη θεά Ιστάρ (Ihstar) ως θεά της γονιμότητας, θεά «Περιστέρα», αφού το όνομα αυτό προέρχεται από ανατολική γλώσσα ως «pirah-it-Istar» και δηλώνει «το πτηνό της θεάς Ιστάρ»35.

Πρέπει λοιπόν να τονιστεί, επειδή είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, ότι η εισαγωγή των περιστερεώνων στη Γαλλία έγινε αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους που γνώρισαν τη λατρεία των περιστεριών στην Ανατολή και μάλιστα κάποιοι από αυτούς, όπως ο Καίσαρ, είχαν σύμβολο της οικογένειάς τους το περιστέρι και προστάτιδα τη θεά Αφροδίτη για την οποία ίδρυσε την πόλη Αφροδισιάδα στη Μ. Ασία.

Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε ότι η χρήση περιστερεώνων από τους αρχαίους Έλληνες που κατοικούσαν τις Κυκλάδες ήταν ευρύτατη και προέρχεται τόσο από τη λατρεία της Αφροδίτης στην Αρκαδία και πιο ειδικά στον Αφροδίσιον δρυμόν και τον ποταμό Λάδωνα όπου βρίσκεται και το Ιερομαντείο της Αφροδίτης Ερυκίνης όσο και από ανατολίτικη λατρεία της θεάς Αφροδίτης-Αταργάτιδος36. Ίσως δεν είναι άσκοπο να υπενθυμίσω ότι η Αρκαδία μέχρι τη δεκαετία του 1980 στην οποία έζησα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια και από την οποία διατηρώ έντονες αναμνήσεις, είχε μεγάλο αριθμό περιστεριώνων που υποδεικνύουν τόσο μια αρχαϊκή σχέση με τις αρχαίες λατρείες όσο και με την παρουσία Φράγκων φεουδαρχών και αργότερα Βενετών στην Πελοπόννησο και ίσως με τη λειτουργία των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας από το τέλος του 18ου αι.

Ο Αιλιανός μας πληροφορεί ότι στη Σικελία, στην πόλη Έρυξ (ορθότερα Έρυκς) όπου βρίσκεται ο ναός της Αφροδίτης (όχι τυχαία αφού οι ονομασίες Frutis- Ericis -Erukina αποδίδουν το όνομα της ίδιας φρυγικής / βρυγικής / ετρουσκικής θεάς, που οι Έλληνες από παρωνομασία την αποκάλεσαν Αφροδίτη37), οι κάτοικοι ισχυρίζονταν ότι κατά μια συγκεκριμένη εποχή του έτους που γιορτάζονταν τα λεγόμενα Αναγώγια, δηλαδή η αναχώρηση των ναυτικών, η Αφροδίτη έφευγε από τη Σικελία για τη Λιβύη και τότε ακριβώς εξαφανίζονταν από την περιοχή τους τα περιστέρια σα να ακολουθούσαν τη

θεά, ενώ κατά το υπόλοιπο διάστημα του έτους πλήθος από αυτά διέμεναν στο ναό της (Aelian, Historical Miscellany 1. 15). Στο λεξικό Σούδα, η Αφροδίτη συνδέεται με την Ασσυριακή θεότητα Αστάρτη, κάτι που επαναλαμβάνουν πλήθος συγγραφέων της αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι, 1. 101 και 105 και 199), ο Αριστοφάνης (Εκκλησιάζουσαι, 547), ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» (3. 101), ο Ψευδο-Υγίνος (Fabulae 197), ο Cicero (De Natura Deorum 3. 21-23), ο Παυσανίας (Περιήγησις Ελλάδος, 1. 14. 6, όπου ισχυρίζεται ότι ο αρχαιότερος ναός της Ουρανίας Αφροδίτης βρισκόταν στην πόλη Ασκαλών της Συρίας), ο Νόννος (Dionysiaca 5. 88 ff και 15. 392 ff) και ο Φιλόστρατος τον 1ο προς 2ο αι. μ.Χ (Life of Apollonius of Tyana 6. 3), ο οποίος μέσα από ένα διάλογο του Απολλώνιου με κάποιο νεαρό ονόματι Τιμασίωνα μας επιβεβαιώνει για τη θυσία περιστεριών στην Αφροδίτη και τη μεγάλη επίδραση που ασκούσε η λατρεία της στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής του.

Η περίπτωση υπενθυμίζει τόσο την εύρεση ενός περίαπτου περιστεριού από πράσινο λίθο στο προϊστορικό νεκροταφείο του Πύργου στην Πάρο38 όσο και το υπαίθριο Ιερό της Αφροδίτης κοντά στη μονή Δαφνίου Αττικής, όπου σε σκαλισμένες επί του βράχου κόγχες-φωλιές (θέση που ο λαός ονόμαζε κατά τον περασμένο αιώνα για τούτο «ντουλαπάκια») οι διαβάτες της Ιεράς οδού άφηναν το αφιέρωμά τους, δηλαδή ένα ομοίωμα περιστεριού, μολονότι και άλλα πτηνά και ζώα εθεωρούντο ιερά για την «Περιστέρα» θεά Αφροδίτη, όπως οι χήνες, οι αγριόχοιροι και τα αιλουροειδή39. Η μορφολογία αυτού του υπαίθριου Ιερού παραπέμπει στο πρότυπο ενός περιστερεώνα, όπως ενδεχομένως αυτός υφίστατο στην πόλη και στις εξοχές ως κτίσμα.

Στην Ελλάδα φαίνεται ότι το περιστέρι εξημερώθηκε πάρα πολύ νωρίς και η χρήση του ως εκμεταλλεύσιμου είδους είχε λάβει χώρα πολύ πριν από τα χρόνια της εκστρατείας των Αργοναυτών, αφού σύμφωνα με τον μύθο για να περάσουν τις Συμπληγάδες πρώτα έστειλαν ένα περιστέρι. Πέρα επίσης από την παλαιοδιαθηκική αναφορά μετά τον κατακλυσμό του Νώε, ο ελληνικός μύθος το εμφανίζει στον κατακλυσμό της εποχής του Δευκαλίωνα40.

Άλλωστε στη μικρή συλλογή προϊστορικών αντικειμένων που φυλάσσεται παρά τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα στην Κύπρο, νησί της θεάς Αφροδίτης

σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο, της φύλακος, προστάτιδας και βασίλισσας-μεδέουσας της Σαλαμίνος και της Πάφου41, σώζεται και μικρό ομοίωμα περιστερεώνα του 12ου-11ου αι. π.Χ με περίαπτα περιστέρια μέσα σε τετράγωνες κόγχες (τον π. Μ. Φώσκολο ευχαριστώ θερμά για την εγκάρδια παραχώρηση δύο φωτογραφιών του), όπως και η βυζαντινής εποχής μονή Περιστερεώνος της

Κύπρου που καταδεικνύει τη συνέχεια αρχαίων πρακτικών οι οποίες είναι γνωστές από τη Βαβυλώνα και από τους Σαρακηνούς του Μεσαίωνα42. Αλλά και ο Ηρόδοτος μιλώντας για την ίδρυση του μαντείου τους Δωδώνης κάνει λόγο για δύο περιστερές που έφυγαν από την Αίγυπτο και κατευθύνθηκαν η μια στη Λιβύη και η άλλη στη Δωδώνη43. Αυτή η αρχαία Παράδοση υπενθυμίζει παλαιότερη πρότασή μου που αφορά τα ανατολίτικα ονόματα ηγητόρων εποικισμού του ελληνικού χώρου και αρχαίων θέσεων, όπως ο Έπαφος, ο Κάδμος, αι Θήβαι, η Καδμία ακρόπολη κ.α.π44 όχι ως άφιξη Αιγυπτίων αλλά ως την επάνοδο των Αιγυπτιωτών Ελλήνων στις κοιτίδες τους45, φορέων ασφαλώς ανατολίτικων αντιλήψεων, τεχνολογιών και νέων δογμάτων. Τούτο θα γίνει απολύτως κατανοητό από τα επόμενα.

Η λατρεία και ο σεβασμός που απέδιδαν στα περιστέρια οι αρχαίοι Αιγαιοπελαγίτες και ιδιαίτερα οι Κυκλαδίτες, όχι μόνο πιστοποιείται

αρχαιολογικώς από το βωμό θυσίας πτηνών, ενδεχομένως περιστεριών, προς τιμήν της Αφροδίτης στο Ιερό παρά τον πύργο του Δράκανου της Ικαρίας, τον οποίο ίδρυσε ο Αντίγονος Σωτήρας που θεωρούσε την Αφροδίτη προστάτιδά του (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 3. 101), αλλά και εικονοποιήθηκε στα νομίσματα της Σερίφου και της Σίφνου. Εκδόθηκε μάλιστα απαγόρευση να μη φονεύονται τα περιστέρια στην Δήλο (Ζαγανιάρης), τόπο λατρείας της ανατολικής θεάς Αφροδίτης-Αταργάτιδος, δηλαδή της προστάτιδας των περιστεριών, η οποία θεωρείται ότι ενοποιεί αντιλήψεις των Αχαιών και

Ο περιστεριώνας της μονής του Αγ. Φραγκίσκου. Ζωγραφική σε πέτρα από τον συγγραφέα.

Μυκηναίων οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στην Ανατολή, όπου εδραιώθηκαν μαζί με τους Φιλισταίους-Κρητικούς από τον 13ο αι. π.Χ46.

Από τη Δήλο μια σχετική με τη θεά αρχαία επιγραφή μεταφέρθηκε περί το 1700 μ.Χ στην Τήνο και τοποθετήθηκε (συμπτωματικά;) στον περιστερεώνα της μονής των Φραγκισκανών στα Πάνω Μέρη της Τήνου (βλ. εδώ την φωτ.) σε δεύτερη χρήση.

Εξάλλου η πρακτική θυσίας περιστεριών σε βωμό των Ιερών της Αφροδίτης πιστοποιήθηκε με τις ανασκαφές στο Paestum και στους Επιζεφύριους Λοκρούς, όπου τα ευρήματα στην πρώτη περίπτωση έδωσαν μια σειρά από πήλινα ομοιώματα περιστεριών προς τιμήν της Αφροδίτης του 6ου-5ου αι. π.Χ (αρ. 2817, 2818, 2831), ενώ στη δεύτερη στον βόθρο απόθεσης βρέθηκαν οστά περιστεριών που θυσιάστηκαν προς τιμή της47. Ανάλογη ήταν και η λατρεία στην Ακρόπολη των Αθηνών κατά την εορτή των Αφροδισίων για την οποία ο Hurwit Jeffrey σημειώνει: «Κατά τις θερινές τελετές γνωστές ως Αφροδίσια γινόταν η θυσία του ιερού πτηνού της Αφροδίτης που το λάμβαναν από τις κόγχες

της μετώπης του ναού της, καθώς και μια λιτανεία που περιλάμβανε το πλύσιμο του αγάλματος της θεάς»48.

Αλλά στην Τήνο συμβαίνει και κάτι ακόμη πιο εκπληκτικό. Ο αρχαϊκός ανάγλυφος πιθαμφορέας του τοπικού μουσείου Τήνου49 ο οποίος εικονίζει κατά τον Κοντολέοντα τη γέννηση θεού και κατ’ άλλους τη γέννηση της Αθηνάς50, διηγείται κατά τη γνώμη μου δύο παλαιότατα σπουδαία γεγονότα που μέχρι σήμερα δεν είχαν προσεχτεί από τους συναδέλφους αρχαιολόγους. Πρώτον την γέννηση του Δία, που κρατά κεραυνό, από το κεφάλι της καθισμένης σε θρόνο

Μουσείο Τήνου: Πιθαμφορέας. Η γέννηση του Δία από την κεφαλή της Ουρανίας (ελληνοποιημένης) θεάς Διώνης.

ελληνοποιημένης Ουρανίας θεάς Αφροδίτης-Διώνης (βλ. φωτ.) της θηλυκής δηλαδή εκδοχής του Δία (άλλωστε «δίος» στον Όμηρο απαντάται ως επίθετο του Ουρανού, του αιθέρα και της Γης51), αφού είναι σαφές ότι εδώ απεικονίζεται ένθρονη γυναίκα και μάλιστα με φτερούγες, δηλαδή μια θεά-Περιστέρα (η ανατολίτικη Istar) ή σχέση έχουσα με τα πτηνά52. Αυτό φέρνει στο νου μας την σκυθική θεά Αφροδίτη, την ετρουσκική φτερωτή Turan, αλλά πάντως όχι ανδρική μορφή53.

Δεύτερον η παρουσία της χήνας ή του μαύρου κύκνου, όπως πίστευαν οι Ετρούσκοι, στο ερεισίνωτο του θρόνου της ως ιερού πτηνού της, όπως και τα προσωποποιημένα περιστέρια-συνοδοί της (αριστερά θηλυκό και δεξιά αρσενικό), αποδεικνύει ότι πρόκειται για την προϊστορική Αφροδίτη54. Θεωρώ μάλιστα πολύ σημαντική τη λεπτομέρεια ότι το πηγούνι της αποδίδεται με έντονα έξεργη, σκληρή και στιλβωμένη απόφυση, αποκεκρουσμένη στην απόληξή της λόγω φθοράς του πίθου, εν είδει ράμφους, για να δηλωθεί η ιδιότητά της ως θεά-Περιστέρα που στην προκειμένη περίπτωση συνοδεύεται δεξιά και αριστερά από μια θηλυκή και μια αρσενική θεότητα-περιστέρα, προ της οποίας εικονίζεται χάλκινος τριποδικός λέβητας. Προφανώς με αυτόν δηλώνεται το αφιέρωμα των χαλκουργών στη Θεά. Για τον χάλκινο τρίποδα που αφιέρωσαν στο βωμό της Αλίας στη Βοιωτία οι χαλκουργοί Τελχίνες έγινε λόγος αλλού55, ενώ οι διάτρητες λαβές του πίθου με τα γεωμετρικά σχήματα (βλ. φωτ.) παραπέμπουν κατά τη γνώμη μου ευθέως, και συμβολίζουν κτίσματα στέγασης των ιερών πτηνών της, όπως συμβαίνει με τις σημερινές προσόψεις των διασωζόμενων στο νησί περιστεριώνων.

Ο Τηνιακός ή ο πλανόδιος μη Τηνιακός αγγειοπλάστης του 7ου αι. π.Χ. που πλάθει τον ανάγλυφο πιθαμφορέα, απεικονίζει και οπτικοποιεί μια προϋπάρχουσα παλαιότατη Παράδοση που αφορά το νησί εξυπηρετώντας κατ’

οικονομίαν την αφήγηση για μια λατρεία βαθειά ριζωμένη στους κατοίκους του που μπορεί να σχετίζεται ακόμη και με το όνομα της ίδιας της νήσου.

Η ετρουσκική ονομασία του Δία ως «Tinia, Tin / Τινς»56 κατευθύνει αβίαστα τη σκέψη στην πιθανή ονοματοδοσία του νησιού ως προελθούσα από την Ανατολή, αφού είναι γνωστό ότι οι Ετρούσκοι μετανάστευσαν από την Τούρσα ή Τρούϊσα της Λυκίας (την προφερόμενη από τους αρχαίους Έλληνες ως Τρύσα) και εγκαταστάθηκαν μετά από ενδιάμεσους σταθμούς σε μια περιοχή της Ιταλίας, τη γνωστή Ετρουρία, που ονομάστηκε έτσι από αυτούς.

Επομένως δια του ανάγλυφου αρχαϊκού πιθαμφορέα της Τήνου ερμηνεύεται ενδεχομένως τόσο η πιθανή προϊστορική ονομασία του νησιού όσο και

Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου: Πιθαμφορέας. Λεπτομέρεια με τον φτερωτό αρσενικόν ισοδύναμο της Θέλμα.

κυρίως την τόσο έντονη σχέση των κατοίκων του με τα περιστέρια και τους περιστεριώνες από τα αρχαία χρόνια, σε βαθμό που κανένα άλλο νησί ή τόπος στο Αιγαίο και στην εγγύς Ανατολή δεν έχει να επιδείξει!

Αυτή η διαχρονική πραγματικότητα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει την Τήνο αποτυπώθηκε και από τον καθολικό εφημέριο Κελλιών Νικόλαο Περπινιάν γεννημένο στον Σκαλάδο από σημαντικότατη οικογένεια

φεουδαρχών, στο πολύστιχο ποίημά του το 1835-1854, όπου κάνει λόγο για «της χώρας τα ψηλά βουνά που ‘ν όλο περιστέρια»58.

Παράλληλα, σχετικοί μύθοι από τον Οβίδιο αναφέρονται σε μεταμορφώσεις γυναικών σε περιστέρες (Φερεκύδης) είτε στην Κέα είτε στην Άνδρο59 είτε στη Δήλο, που προφανώς αντιστοιχούν (μεταφέροντας όψιμα μια παλαιότατη Παράδοση) στις τρεις κόρες του μυθικού βασιλιά της Δήλου και πρωθιερέα-μάντη Άνιου.

Αυτές αναφέρονται μέσω των συμβολικών ονομάτων τους ως οι τροφοδότριες με οίνο (Οινώ), λάδι (Ελαιώ) και σιτάρι ή κριθάρι (Σπερμώ) του στόλου των Αχαιών που εκστράτευαν τότε κατά της Τροίας60 και τις πήραν μαζί τους. Η σειρά παράθεσης των ονομάτων τους παραπέμπει πρώτα στην καλλιέργεια της αμπέλου (Οινιάδες) και συνδέεται άμεσα με την αρχαιότερη λατρεία στο Αιγαίο του Διόνυσου, η οποία εκτοπίστηκε λίγο αργότερα στη Δήλο από την Απολλώνια61. Το υπόβαθρο του μύθου περί της τροφοδοσίας του στρατεύματος των Αχαιών υποδεικνύει ότι πρόκειται για αναφορά κάποιας χρονικής περιόδου των τρωϊκών επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να συσχετιστεί, κατά τη γνώμη μου, με τον θάνατο του Παλαμήδη, τον οποίο έπνιξαν στην θάλασσα ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, ενώ αλίευαν. Δεδομένου ότι οι Αχαιοί δεν εμφανίζονται ως ιχθυοφάγοι παρά μόνο κατ’ ανάγκη62, τούτο καταδεικνύει ότι το στρατόπεδο των Αχαιών υπέφερε ίσως για κάποιο διάστημα από λιμό (πείνα) και όχι μόνο από λοιμό (πανούκλα). Έτσι φαίνεται συμβατή και η δημιουργία του θρύλου για τις τροφοδότρες του στρατεύματος των Αχαιών κόρες του Άνιου.

Κατά μια άλλη εκδοχή του μύθου οι Αχαιοί παρέμειναν στην Δήλο τρεφόμενοι εκεί επί 9 χρόνια, αφού κατά την προφητεία του μάντη και βασιλιά της Δήλου Άνιου η Τροία θα κυριευόταν τον δέκατο χρόνο, υπονοώντας και τον λόγο για τον οποίο οι Κυκλάδες δεν συμμετείχαν στην εκστρατεία63 ή «συμμετείχαν με γυναίκες», όπως υποστηρίζει ο Αλέξ. Γούναρης ερμηνεύοντας έτσι τη μεταφορά των τριών θυγατέρων του Άνιου στην Τροία.64 Πειστικότερη είναι η πρόταση του Πανταζή65, που βλέπει άλλους λόγους, κατά τη γνώμη μου πολύ πιο συμβατούς με τις πειρατικές πρακτικές της εποχής, και όπως πιστεύω με τη φυλετική τους προέλευση που τους άφησε αδιάφορους στην κοινή σύμπραξη των Ελλήνων κατά της Τροίας, όπως έπραξαν οι κάτοικοι και της Θήβας ως «ξένοι», οι μόνοι από ολόκληρη τη Βοιωτία που δεν συμμετείχαν66.

Προσωπικά θεωρώ ότι ενδεχομένως ο μύθος των τριών θυγατέρων του Άνιου της Δήλου, που ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε περιστέρες --τροφοδοτριών του στρατεύματος των Αχαιών που όδευε προς την Τροία-- αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός και στις δύο παραλλαγές του. Υποκρύπτει την επιμελητεία τροφίμων ενός εκστρατευτικού σώματος, δηλαδή τη συντήρηση-ταρίχευση σε λαδόξυδο ή σε αλάτι των περιστεριών, που ήταν αναγκαία ζωϊκή πρωτεΐνη για τα πληρώματα και τους στρατιώτες της εκστρατείας. Πρόκειται λοιπόν για μια παραδοσιακή διατροφική συνήθεια, την οποία οι Τηνιακοί συνέχισαν διαχρονικά, υπολογίζοντας και τις διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων του κάστρου τους κατά τις αλλεπάλληλες πολιορκίες που αυτό δέχθηκε στο παρελθόν, και την οποία εντατικοποίησαν κατά τον 18ο αι. μ.Χ. στα πλαίσια της Pax Ottomana, όταν μέσα σε κιούπια-τζάρες έστελναν τον εξαιρετικό αυτό μεζέ στους ξενιτεμένους συγγενείς τους στη Σμύρνη και στην Κων/λη.

Έτσι δια μέσου της ρωμαϊκής Παράδοσης που είχε υπόψη κτίσματα για την στέγαση και εκκόλαψη των περιστεριών στις Κυκλάδες, κυρίως στη Δήλο και Τήνο, με τις κατά παράταξη θήκες-φωλιές σε περιστεριώνες ορθογώνιους ή σε σχήμα Γ, ο όρος Columba / Columbarium συσχετίστηκε με τις θήκες-τάφους των αρχικά υπόγειων ετρουσκικών νεκροταφείων. Τα «Columbaria» ήταν ευρύτατα διαδεδομένα στους πρώϊμους αυτοκρατορικούς χρόνους67. Η λέξη τελικά, όπως και τόσες άλλες ρωμαϊκές, σαν το fysternia, sibla, aqueductus, rosalia, castrum κ.α., χρησιμοποιήθηκε και στην Τήνο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους και αργότερα από τους Βενετούς προκειμένου να δηλωθεί είτε ο ρωμαϊκής εποχής τάφος είτε μια τοποθεσία που πιθανότατα έλαβε την ονομασία της από ένα περιστερεώνα ως Κουλ’μπαριά, όπως αυτή στο χωριό Κελλιά. Ομώνυμο τοπωνύμιο υφίσταται και στη Μυτιλήνη).

Ανάμνηση αυτής της διάταξης αποτελούν οι θήκες οστεοφυλακείων των καθολικών νεκροταφείων και στην Ιταλία και στην Τήνο. Άλλωστε αυτή η υπόγεια διάταξη των ρωμαϊκών νεκροταφείων διατηρήθηκε και κατά τα χριστιανικά χρόνια με τη μορφή των Κατακομβών τόσο εκεί όσο και στη

Μήλο, ενώ υφίστανται και δύο παραδείγματα υπόγειων περιστεριώνων στην Απουλία, στο Crocifisso Ugento και στο Torre Pinta του Otranto, με σταυρική διάταξη (βλ. φωτ.), που υποδεικνύουν τη συνέχεια μιας Παράδοσης ταφικής σαν τα «Columbaria». Στο Κτηματολόγιο του 1700 ο απογραφέας των λεγάτων του νησιού καταχωρεί τον περιστεριώνα του Γιώργη Μωραΐτη από τη Στενή ως «colombara».

Στην πρώτη περίπτωση δεν θα ήταν άσκοπο να υπενθυμίσω ότι ο Ρωμαίος διοικητής της Ασίας ανθύπατος Junius Silanus που ζούσε κατά διαστήματα στην Τήνο με την αδελφή του και είχαν προσφέρει τις καλές τους υπηρεσίες προκειμένου να περισώσουν τα προνόμια του Ιερού του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στα Κιόνια το 22 π.Χ68, είχε ιδρύσει, όπως αρκετοί άλλοι επίσημοι Ρωμαίοι, ένα οικογενειακό Columbarium. Γνωστές είναι οι πραγματείες του Varro, του Plinius presbyterus και L. Columella για τις φάρμες τους και τους περιστεριώνες ως κτίσματα (De re Rustica, cap. 8).

Φαλατάδος, οικία Τζέ: Τμήμα αναγλύφου προερχόμενο από το Ιερό των Κιονίων. Προτομή του Julius Silanus.

Η εκμετάλλευση των περιστεριών ως εμπορικό, ταχυδρομικό ή και βρώσιμο είδος είναι γνωστή από τον πάπυρο Tebt. αρ. 839 της πόλης Τebtunis της Αιγύπτου του 1ου αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τον οποίο κάποιος Έλληνας ονόματι Κλέων κατέβαλε σε φοροεισπράκτορα της Κροκοδειλούπολης 1.000

χάλκινες δραχμές ως φόρο για τους περιστεριώνες που κατείχε στην Οξύρυγχο (βλ. Athena Rewiew). Εξάλλου μια ελληνική επιγραφή από το σημερινό Αμμάν της Ιορδανίας (η αρχαία Φιλαδέλφεια) κάνει λόγο για την ανέγερση ενός περιστερεώνα το 139-140 μ.Χ, για τον κτίστη, αλλά και για τους λόγους για τους οποίους ο ιδιοκτήτης του τον αφιέρωσε στην Αφροδίτη-Ατάργατη, που κατά τους συγγραφείς του βιβλίου πρόκειται για τη λατρεία της ελληνικής θεάς Δήμητρας, θεάς της γονιμότητας69.

Είναι γνωστό και στην Τήνο ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των περιστεριών ήταν και είναι τα φίδια --εδώ κυρίως ο όφιος--, επιβεβαιωμένο από διηγήσεις των Φώσκολων-Νταήδων για συμβάντα στον περιστερεώνα τους στην τοποθεσία «Λιβέρη»70 των Κιονίων. Σε μια συλλογή αποσπασμάτων συγγραφέων του 2ου και 3ου αι. μ. Χ με τίτλο «Γεωπονικά» --που φανερώνουν επιδράσεις Ιουδαϊκές και Γνωστικών-- δίδεται η ακόλουθη συνταγή: «Τα φίδια δεν θα ενοχλήσουν περιστερώνα, αν στις τέσσερις γωνίες του γράψεις ΑΔΑΜ και αν έχει παραθυράκια και σ’ αυτά»71. Αυτό είναι μια καλή απάντηση στις υποθέσεις του Fallacara για όσα μάλλον άστοχα υποστηρίζει και στα οποία έγινε αναφορά πιο πριν72.

Ας σημειωθεί επίσης ότι τα περιττώματα των περιστεριών επειδή περιέχουν υψηλό ποσοστό αμμωνίας, χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν ακόμη να χρησιμοποιούνται στην πόλη Troyes στην Καμπανία της Γαλλίας και στην Fez (Φέζ) του Μαρόκου για να μαλακώσουν τα περίφημα μαροκινά δέρματα, γνωστά ήδη πριν από το 1288 και τον 14ο αιώνα αντίστοιχα. Αυτή η χρήση των περιττωμάτων από την Τήνο δεν μαρτυρείται γραπτώς απ’ όσο γνωρίζω ως εξαγωγή σε εργαστήρια κατεργασίας δερμάτων στο μικρασιατικό, στον ελληνικό χώρο και στην Ανατολή. Ο Ματέυ είναι ο μόνος που κάνει λόγο για εξαγωγή παλαιότερα των περιττωμάτων των περιστεριών ως εμπορεύσιμου είδους από τους Τηνιακούς73. Αυτή η γενικόλογη μαρτυρία ίσως σχετίζεται με τη λειτουργία των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας στην Πελοπόννησο που εφοδίαζαν με πυρίτιδα τα επαναστατικά ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Θα μπορούσε επίσης να παραπέμψει σε αντίστοιχη παραδοσιακή χρήση τους από τα βυρσοδεψεία ή ταμπάκικα74 τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα.

Επίκουρη στην επιχειρηματολογία μου για τη φεουδαρχική προνομιακή προέλευση και χρήση των περιστεριώνων είναι και η ακόλουθη τεκμηριωμένη είδηση ότι τα περιττώματα των περιστεριών επειδή περιέχουν υψηλό ποσοστό νιτρικών αλάτων χρησιμοποιήθηκαν μαζί με καρβουνόσκονη και θειάφι στην παραγωγή πυρίτιδας75 για χρήση όχι μόνο των μουσκέτων και των αρκεβουζίων αλλά και των μεγάλων πυροβόλων.

Αυτή η χρήση λοιπόν, που δεν αναφέρεται σε κανένα δημοσίευμα μέχρι σήμερα εξ όσων γνωρίζω, ενδεχομένως εξηγεί την προνομιακή αδειοδότηση ανέγερσης αρκετών περιστεριώνων, και πάντως σε σχέση με τους φεουδάρχες του νησιού, από τον 15ο-16ο αιώνα, αφού είναι γνωστό ότι ο Μάρκος Γραικός, δηλαδή ο Μάρκος ο Έλληνας, από τον 8ο αι. μ.Χ, αιώνες πριν τον Marco Polo, παρέχει την συνταγή για παρασκευή πυρίτιδας. H χρήση της σε μάχη επί ευρωπαϊκού εδάφους επιβεβαιώνεται από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. στην πολιορκία του Cividale του Friuli76 στα 1331.

Το πρώτο κάστρο που εφοδιάστηκε με κανόνια για αποτροπή εχθρικών επιθέσεων είναι αυτό του Meersburg στα 1334, ενώ η πρώτη ιστορική μάχη στην οποία χρησιμοποιήθηκαν κανόνια και πυροβόλα ατομικά όπλα έγινε στο Crécy το 1346. Ο Πετράρχης στα 1350, δηλαδή τέσσερα χρόνια αργότερα, όπως και ο Βησσαρίων αργότερα σε επιστολή του προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα γράφει ότι η χρήση τους ήταν ήδη διαδεδομένη τότε77. Η αρχαιότερη απεικόνιση κανονιού περιέχεται στο χειρόγραφο του Walter de Millete, «De officilis Regnum» που βρίσκεται στο Oxford78. Οι φεουδάρχες επομένως ήταν οι μόνοι που είχαν το προνόμιο να διαθέτουν περιστεριώνα όχι μόνο για διατροφή και εμπόριο των περιστεριών, αλλά και για ειδικούς λόγους, όπως ήταν η παρασκευή πυρίτιδας για τη χρήση του νέου όπλου και των αναγκών των λατόμων, οι οποίοι φαίνεται, από αρχειακή μαρτυρία του 1832

που αφορά την ανέγερση του ναού του Αγ. Ζαχαρία Καλλονής, ότι έκαναν χρήση της για την εξόρυξη των μαρμάρων. Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της δομής και των μερών των περιστεριώνων, ένα τρίστηλο μονοσέλιδο άρθρο του Γιάννη Σημηριώτη δημοσιευμένο μεταξύ 1977-1980 με φωτογραφίες του 1975 αναρτημένες στο Internet, θεωρώ ότι είναι το καλύτερο κείμενο για τους «Περιστεριώνες της Τήνου» σε ό,τι αφορά την αρχαϊκότητα των επιμέρους στοιχείων τους.

Ένας εξαίρετος λαϊκός στιχοπλόκος του νησιού, ο Νίκος Πανώριος από την Καρδιανή που παντρεύτηκε και έζησε στον Πύργο, σε συζήτηση που είχαμε για τα περιστέρια, μου απήγγειλε το 2010 το ακόλουθο χαρακτηριστικό τετράστιχο που συμπυκνώνει όλα τα πιο πάνω:

Μέσ’ το νησί μας έχουμε πολλούς περιστεριώνες

από τα χρόνια τα παλιά κι από πολλούς αιώνες.

Με μεράκι σχέδια φιάχνανε, πρόσοψη κι οροφή τους

και τα πιτσούνια πέρνανε, μεζέ για το κρασί τους!

Ένας άλλος ανώνυμος σύγχρονος Τηνιακός ερευνώντας τα σχετικά με τους περιστεριώνες στο Internet έγραψε χαρακτηριστικά: «Οι περιστεριώνες έχουν γίνει κάτι σαν cliché για την Τήνο. Μεταξύ μας, τόσο φορεμένο είναι το αντικείμενο και τόση φιλολογία έχει γραφτεί ώστε αν γράψετε «περιστεριώνας» στο google, θα σας βγάλει ένα σωρό τουριστικά, ένα άρθρο του περιοδικού Αρχαιολογία που αναφέρει περιστεριώνες στην Μυκηναϊκή Ελλάδα, και άλλα ενδιαφέροντα. Αν γράψετε «droit du colombier» θα σας βγάλει στα γαλλικά σωρεία άρθρων που σε περίληψη λένε τα εξής: Οι πιο αρχαίοι περιστεριώνες είναι στην Αίγυπτο. Στην Ευρώπη τους διέδωσαν οι Ρωμαίοι, που φαίνεται είχαν πάθος με τα περιστέρια. Για Ελλάδα δεν βρήκα τίποτα»!

Είναι αλήθεια ότι το Ίντερνετ δεν είναι πανάκεια. Μελέτες και σοβαρά άρθρα για τον ελληνικό χώρο και ειδικά για την Τήνο υπάρχουν.

Θα ήθελα να κλείσω τα περί των περιστεριώνων με μια σοβαρή επιστημονική έρευνα των αρχιτεκτόνων Πέτρας και Μιχάλη Χατζηπαναγιώτη, οι οποίοι έδωσαν μια διάλεξη στο Ε.Μ.Π. το 2002, στην οποία περιλαμβάνονταν οι ακόλουθες επιμέρους δράσεις: Εισαγωγική προσέγγιση των περιστεριώνων. Τοπόσημα και ορόσημα που χαρακτηρίζουν τις εξοχές της Τήνου. Ιστορική εξέταση και καταγωγή της εκτροφής των περιστεριών με παραδείγματα και από το εξωτερικό. Γενικά χαρακτηριστικά των κτισμάτων, χωροθέτησή τους. Τυπολογική ταξινόμηση με βάση τις κατόψεις με σχέδια αποτυπώσεων. Εσωτερική διαρρύθμιση και καταγραφή των δομικών στοιχείων με σχέδια. Εξωτερική οργάνωση των όψεων. Αναλυτική περιγραφή της διάταξής τους, διακοσμητικά μοτίβα, τρόποι κατασκευής τους, σχέδια αποτυπώσεων. Διακοσμητικά ακροδώματος, διάφορες μορφές και σχέδια αποτυπώσεων. Η εργασία τους αγνοώ, αν έχει δημοσιευτεί έκτοτε. Αποτελεί ωστόσο τον αντίποδα εκείνης των υποψηφίων για διδακτορικό της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Bari, του έτους 1999-2000 (βλ. στο Anaclerio et alii).

Αν ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός των περιστερεώνων της Τήνου που «ξεπέρασε τους χίλιους, πολλοί κτισμένοι λίγα μέτρα απόστασης ο ένας από τον άλλο, στα μέσα του 19ου αιώνα»80 υποδηλώνει τη μεγάλη ζήτηση από μια κοινωνία που αναζητά εξεζητημένες γεύσεις, άρα και ένα εξαγώγιμο από το νησί επικερδές προϊόν που συσκευαζόταν σε τζάρες (προφανώς από το αγγλικό jar = δοχείο, στάμνα), τότε η ετικέτα της Τήνου ως «νησί των Περιστεριώνων και των περιστεριών» αποτελεί το είδωλο μιας ιδιαίτερης προτίμησης των Τηνιακών που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και παραπέμπει ενδεχομένως στην προϊστορική της ονομασία ως νησί της Θεάς των περιστεριών.

 




 






 



 

Home | Γενικές πληροφορίες | Η ζωή της πόλης | Επαγγελματικός οδηγός | Τουριστικός οδηγός | Διασκέδαση | Περιβάλλον | Τεχνολογία | Διάφορα | Web design |Links |Επικοινωνία |Χάρτης του Site |Πείτε μας τη γνώμη σας


Copyright © 2003 Vincenzo Travel Agency. All rights reserved.
Web design
Vincenzo Family Hotel Rooms and accomodation in Tinos island, Cyclades, Greece