Ο άνεμος μου ψιθυρίζει τις ιστορίες...

Για τα παιδιά της Ένωσης Πολιτών Τήνου, που παλεύουν με στοιχειά.

Το παλιό πέτρινο σπίτι όπου περνάω τις μέρες μου, το χαϊδολογούν
«Χίλιοι άνεμοι». Σκυλιά, γατιά και μεταναστευτικά πετούμενα είναι η
παρέα μου. Ο ήλιος ανατέλλει αντίκρυ στο δωμάτιο που κοιμάμαι. Γύρω το άγριο
τηνιακό τοπίο, στο βάθος τα πέλαγα. Κάθε χειμώνα το κτίσμα ζωντανεύει
και αντιδρά, βογκάει, στενάζει, δονείται λες και τρέφεται από το
βοριά που κατεβαίνει ανεμπόδιστα το αρχιπέλαγος κι έρχεται από χώρες
βορινές και παγωμένες. Κι όταν συμπέσουν το Απόγειο με το Αφήλιο και εκδίδεται
απαγορευτικό απόπλου, ο άνεμος υλοποιείται και γίνεται ακουστικά
ορατός, τον βλέπουμε να περνάει φέρνοντας μαζί του καμπανοκρουσίες, ερωτικά
τραγούδια χωρισμού, καλπασμούς αλόγων, μυρωδιές από γυναικεία χείλη και μουσικές.
Μέσα σ' αυτό τον κουρνιαχτό, τον μπουχό, τα βουητά, τα σφυρίγματα και τα
ανεμοφουρφουλιάσματα τρέχουν και χοροπηδούν αερικά πράματα που τ' ακούς
να ακκίζονται και να χαχανίζουν.
Πέρα στα πέλαγα η θάλασσα αφρίζει, βγάζει φίδια κι απ' τα μπουγάζια
ξεπετάγονται αεροδίνες που αλλάζουν διαρκώς κατευθύνσεις. Τα κύματα
σκεπάζουν το μικροσκοπικό νησί μπροστά στην μπούκα του λιμανιού, πάνω
του -λέει ο θρύλος- ζούσε ένας αράπης κι όταν μάνιαζε ο καιρός, ο αράπης
έριχνε μεγάλα αγκωνάρια στα πλοία και τα βούλιαζε. Σήμερα βλέπουμε να
περνούν ανοιχτά από το νησί τούρκικα και ρώσικα φορτηγά πλοία κι όταν
πιάνει φουρτούνα μεγάλη, η θάλασσα ξεβράζει φορτία που ξεσαβουρώνουν τα πλοία
που κινδύνεψαν να μπατάρουνε. Συχνά πυκνά, άτιμοι άνθρωποι με ταχύπλοα
σκάφη βγαίνουν στους έρημους κόλπους και αποβιβάζουν λαθρομετανάστες. Ακούμε
τότε ότι κάποιοι πνίγηκαν και τους ψάχνουμε με τα κιάλια πάνω στις αφρίλες
των κυμάτων. Κι όταν κόψει ο καιρός, οι ψαράδες τούς βρίσκουν στα νερά
μπρουμυτιασμένους και τους ρυμουλκούν στα ρηχά και τότε βλέπουμε νέους
άντρες, τα ρούχα τους ξεσκισμένα, το κρανίο τσακισμένο, το κορμί
κομματιασμένο από τα χτυπήματα πάνω στους μονόβραχους και τις ξέρες.
Για μέρες πολλές, φυσάνε όλοι μαζί οι Αέρηδες, χιμάνε μπουρίνια,
τυφώνες, ανεμοστρόβιλοι και θύελλες πάνω στο σπίτι. Κάποτε ο βοριάς
σταματάει για λίγο -και τότε λέμε ότι ο αέρας ξεκουράζεται.
Μακριά ακούγεται το παραπονιάρικο γαύγισμα ενός σκύλου. Στον τόπο
αυτό, στο πιο άγονο και λιγότερο κατοικημένο κομμάτι του νησιού, έζησαν
οι πρόγονοί μου. Ουρλιάζω και η κραυγή μου αντιλαλεί μέσα από σπηλιές,
απόκρημνα βράχια, χαρακωμένα, αυλακωμένα από τον αέρα. Παντού γύρω μου
ανεμοσπαρμένες πέτρες, μαύρες ολοστρόγγυλες κοτρόνες και λιθάρια που
φαίνονται σαν να 'χουν πέσει από τον ουρανό. Ο ασταμάτητος αέρας τα
πετρογλύφει και φτιάχνει αλλόκοτες μορφές και σχήματα. Ένας πετρότοπος
γεμάτος αιολικούς αυλούς, που μέσα στις κοιλότητες, στις χαρακιές και
στις αυλακώσεις του τρυπώνουν και στριφογυρνούν οι αέρηδες. Κάθε άνοιξη
έχουμε δυνατούς βορειοανατολικούς ανέμους και το λευκονότο, που πνέει από το
νοτιά και είναι άνεμος καθάριος, αίθριος, υγιεινός.
Μαζί τους οι άνεμοι κουβαλούν ιστορίες που τις σκορπίζουν εδώ κι
εκεί.
Από τα μπουγάζια στο στενό Τήνου - Ανδρου ξεχύνονται ρεύματα και
άνεμοι ανατολικοί που φέρνουν ακούσματα από την Ανατολή, τη μακρόσυρτη
φωνή των μουεζίνηδων και τις περιστρεφόμενες φωνές των δερβίσηδων, με το
γραίγο καθαρίζει η μουντάδα, σκορπίζουν τα σύννεφα, ξανοίγει ο ουρανός, ο
ήλιος στεφανώνεται μ' έναν κύκλο και από το χάος ξεπροβάλλουν τα νησιά, οι
Δήλες, η Μύκονος, η Σύρος, η Νάξος, η Πάρος, η Αντίπαρος, η Σίφνος, η Σέριφος,
η Μήλος, η Κίμωλος, η Κύθνος, η Τζια, η Γυάρος, στο βάθος αχνά ταξιδεύει
η Ικαρία και με κάνει να σκέφτομαι τους φίλους μας εκεί, που, όταν αγριεύει
πολύ ο καιρός, θάβουν τα αερικά πράματα σε μια στάμνα και μετά ρίχνουν
χώματα και πέτρες από πάνω τους για τ' ανάθεμα.
Όταν φυσήξει σοροκολεβάντες, οι γλάροι βγαίνουν στη στεριά κι
αλυχτάνε σα σκύλοι διαγράφοντας κύκλους πάνω από το σπίτι. Ο σιρόκος, υγρός
νοτιοδυτικός άνεμος, έρχεται από το Μισίρι και στο πέρασμά του βρίσκει
μεγάλη και άπατη θάλασσα και σηκώνει βουνά τα κύματα και φτάνει στο
Αιγαίο σαν σοροκάδα. Και όταν πιάσει σοροκάδα, χάνονται οι καλικατσούδες, που
τις βλέπεις να βουτάνε μέσα στα νερά του λιμανιού που κοχλάζουν, και δεν
ξαναβγαίνουν.
Στα απροστάτευτα στο νοτιά μεσημβρινά λιμάνια του Αιγαίου, η
σοροκάδα προξενεί μεγάλες αβαρίες, τα πλοία μπαίνουν άρον άρον στο λιμάνι κι
όπου βρουν απάγκιο δένουν σταυρωτά τους κάβους. Και μες στα σφυρίγματα του
ανέμου ακούς κουβέντες, ουρλιαχτά, οιμωγές, ψιθύρους, κραυγούλες του έρωτα,
ιστορίες τόσο παλιές όσο κι ο κόσμος, σε γλώσσες ξεχασμένες. Φοινικικά,
Πελασγικά, Εβραϊκά, Χαλδαϊκά.
Τα καλοκαίρια, αχ, αυτοί οι ξεροί, αποπνικτικοί, πνιγηροί και
ερωτικοί άνεμοι. Ο λίβας, που πρωτοπνέει στη μεγάλη έρημο της Σαχάρας, σηκώνει
την άμμο, τυλίγει τον ήλιο και τον κάνει κίτρινο και κατεβαίνει στα παράλια
της Μπαρμπαριάς, περνάει από την κάτω Ιταλία και πνέει στις ακτές μας,
είναι άνεμος πολύ ζεστός, φέρνει μαζί του ομίχλη και σκεπάζει τα πάντα με μια
άσπρη σκόνη κι ό,τι αγγίζει το μαραίνει και το ξεραίνει. Αγκαλιάζει τις
γυναίκες μας και τις τρελαίνει. Τις βλέπεις ν' αερίζουν τα φουστάνια που
κολλάνε πάνω στα κορμιά τους, τα στήθη τους γυαλίζουν και σφουγγίζοντας
δήθεν τον ιδρώτα τρίβονται με τα χέρια τους παντού. Οι άντρες κοιτάζουν
χαυνωμένοι, ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε και τρίβουν πότε πότε τις
μασχάλες τους. Όλα καίγονται κάτω από τον ήλιο, τα σπαρτά, τα χορτάρια, η πόλη,
το πέλαγος. Κι έρχονται τα μελτέμια κι ανασαίνουμε. Τα πρωινά δίπλα στη
θάλασσα φυσάει ελαφρύς και δροσερός ο μπάτης, κι όταν νυχτώνει πνέει η στεριανή
αύρα μέχρι το ξημέρωμα, κι η θάλασσα γεμίζει βάρκες και καΐκια με φανάρια
και πυρσούς που πάνε στο ψάρεμα και είναι η μεγάλη τελετή του καλοκαιριού.
Οι δυτικοί άνεμοι μεταμφιέζονται και εμφανίζονται πότε σαν πουνεντογαρμπής, πότε πουνεντομαΐστρος και πότε λιβοζέφυρος. Μαζί κουβαλούν άγριες βερβερίνικες πειρατικές ιστορίες, προσταγές, οδυρμούς και παρακάλια για ζωή και θάνατο. Ανακατεύουν μυρωδιές από μπαχάρια και κουβέντες εμπόρων σε ξεχασμένες διαλέκτους της Βενετίας, της Σικελίας, της Γαλικίας, της Ανδαλουσίας, αρωματικά εκλεπτυσμένων ιπποτών και τον ιδρώτα των
τραχειών σταυροφόρων.
Ο γαρμπής είναι ένας κλαψιάρης, υγραμένος καιρός που περνάει πάνω
απ' όλη την Μεσόγειο και φέρνει τις μυρωδιές της νότιας Ισπανίας, της
Πορτογαλίας, της Βόρειας Αφρικής, της Μάλτας, της Κάτω Ιταλίας, της
Πελοποννήσου, αφηγείται θραύσματα ζωών, αποσπασματικές ιστορίες,
σκόρπιες εικόνες. Και μαζί του ξαγκιστρώνονται τα μαύρα σύννεφα από τα ερείπια
των μεσαιωνικών κάστρων που αχνοφαίνονται υποθετικά στις κορφές της Άνδρου
και της Τήνου, ελευθερώνονται οι αεροκαταρράκτες και ξεχύνονται μπουρίνια
και θύελλες, ανεμοβρόχια και ανεμοχάλαζα. Βροντές υπόκωφες, αστραπές
στολίζουν στιγμιαία το θαλάσσιο ορίζοντα και μέσα στο ξάφνισμα του ανέμου
κατεβαίνουν τα αερικά πράματα από τον ουρανό, σαν τρεμούλα, και κολλάνε πάνω στις
αντένες των ανεμόμυλων και στα ξάρτια των καϊκιών και όταν νυχτώνει
θαρρείς πως είναι άστρα που τρεμοσβήνουν κι όπως απλώνονται στις σκότες και
στους μακαράδες των φλόκων, γλιστράνε αργά πάνω στις αβαρίες και γεμίζουν τα
σκοινιά. Κι όταν τα πιάσεις στα χέρια σου πετάνε σπίθες και φωτιές, κι
είναι πράματα μαλακά και αρπάζουν φωτιά, βγάζουν μια μυρωδιά από λιβάνι και
αποσβήνουν και χάνονται έτσι όπως εμφανίστηκαν.
Τότε, εντελώς ξαφνικά, ο αέρας σταματάει, σβήνει, γίνεται νηνεμία
και γαλήνη, λήγει το απαγορευτικό, τα πλοία σφυρίζουν, λύνουν τους κάβους
κι αργά αποπλέουν.
Ανεμος το 'φερε, άνεμος να το πάρει.

http://eyploia.aigaio-net.gr/

του Τέο Ρόμβου

home back